Μόλις έξι μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, η κυβέρνηση συνασπισμού του Γερμανού καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς βρίσκεται αντιμέτωπη με εσωτερικές συγκρούσεις, πολιτική στασιμότητα και σημαντική πτώση στα ποσοστά της δημοτικότητας, ενώ η ακροδεξιά φαίνεται να κερδίζει έδαφος.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του RTL, μόλις το 18% των Γερμανών θα επιδοκίμαζε ενδεχόμενη απόφαση του Μερτς να διεκδικήσει ξανά την καγκελαρία, ενώ το 73% δηλώνει αρνητικό. Ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU/CSU), το 41% απορρίπτει το ενδεχόμενο δεύτερης υποψηφιότητάς του, έναντι 47% που την υποστηρίζει.
«Ποτέ δεν υπήρξε τόσο μεγάλη δυσαρέσκεια προς μια κυβέρνηση σε τόσο σύντομο διάστημα», ανέφερε στο AFP ο διευθυντής της Forsa, Μάνφρεντ Γκιούλνερ, σημειώνοντας ότι οι υποσχέσεις του καγκελάριου για οικονομική ανάκαμψη, ανασυγκρότηση του στρατού και αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική δεν έχουν εκπληρωθεί.
Οι πολίτες που ανέμεναν αποφασιστικότερη ηγεσία μετά την κατάρρευση της προηγούμενης κυβέρνησης, βλέπουν πλέον τις ελπίδες τους να διαψεύδονται. Το κεντροδεξιό μπλοκ CDU/CSU του Μερτς βρίσκεται τώρα ισόπαλο στις δημοσκοπήσεις με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο ενισχύεται σταθερά και αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη της αντιπολίτευσης.
Οι εταίροι του CDU στον κυβερνητικό συνασπισμό, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του πρώην καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, έχουν δει τη δική τους δημοτικότητα να υποχωρεί ακόμη περισσότερο, κυμαινόμενη μεταξύ 13% και 15%. «Πολλοί πολίτες είναι απογοητευμένοι από το έργο της κυβέρνησης μέχρι στιγμής», παραδέχθηκε ο βουλευτής του CDU Ρόντερικ Κίζεβετερ, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση «επικεντρώνεται υπερβολικά στη μετανάστευση, αντί να ασχοληθεί με την οικονομία, την εκπαίδευση και την ασφάλεια».
Από τις αρχές Μαΐου, όταν ο Μερτς απέτυχε να εκλεγεί καγκελάριος στον πρώτο γύρο των κοινοβουλευτικών εκλογών – κάτι πρωτοφανές για τη μεταπολεμική Γερμανία – οι εντάσεις στο εσωτερικό του συνασπισμού έχουν κλιμακωθεί.
Τον Ιούλιο, οι κυβερνητικοί εταίροι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στον διορισμό τριών δικαστών στο Συνταγματικό Δικαστήριο, καθώς οι συντηρητικοί απέρριψαν τον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών ως «υπερβολικά αριστερό». Παράλληλα, ομάδα νεαρών βουλευτών του CDU αντέδρασε σε πρόταση μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, θεωρώντας ότι «επιβαρύνει τις επόμενες γενιές».
Επιπλέον, η προσπάθεια για αναμόρφωση του συστήματος στρατιωτικής θητείας — που στόχευε στην ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ ενόψει της ρωσικής απειλής — έχει «κολλήσει» λόγω διαφωνιών για το αν θα επανέλθει η υποχρεωτική θητεία σε περιορισμένη μορφή.
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ, στενός συνεργάτης του Μερτς, δέχεται σφοδρή κριτική από το ίδιο του το κόμμα για τις δηλώσεις του σχετικά με την επιστροφή Σύρων προσφύγων στη χώρα τους.
Η πολιτική επιστήμονας Άικο Βάγκνερ από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου εκτιμά ότι το CDU/CSU και το SPD, με τα χαμηλά ποσοστά τους, δυσκολεύονται να καταλήξουν σε συμβιβασμούς, καθώς φοβούνται πως κάτι τέτοιο θα αποξενώσει τους ψηφοφόρους τους.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την άνοδο του AfD, ο Μερτς έχει σκληρύνει τη ρητορική του για τη μετανάστευση, χαρακτηρίζοντας το κόμμα αυτό «κύριο αντίπαλο» ενόψει των πέντε περιφερειακών εκλογών του 2026. Ωστόσο, δηλώσεις του — όπως εκείνη του Οκτωβρίου για τα «προβλήματα του γερμανικού αστικού τοπίου» — θεωρήθηκαν επικριτικές προς τους μετανάστες και προκάλεσαν αντιδράσεις ακόμη και εντός του CDU.
Ο Γκιούλνερ, διευθυντής της Forsa, θεωρεί ότι ο Μερτς «έκανε μοιραίο λάθος» επικεντρώνοντας τη ρητορική του αποκλειστικά στη μετανάστευση, ενώ οι πολίτες ανησυχούν περισσότερο για την οικονομική κατάσταση.
Η ακροδεξιά AfD εκμεταλλεύεται τη φθορά της κυβέρνησης. Ο βουλευτής του κόμματος Σεμπάστιαν Μίντσενμαϊερ δήλωσε ότι «οι περισσότεροι Γερμανοί ψήφισαν συντηρητικά ή δεξιά κόμματα, αλλά η συμμαχία του Μερτς με τους Σοσιαλδημοκράτες αποτυγχάνει να τηρήσει τις υποσχέσεις της».
«Κανείς δεν πιστεύει ότι αυτή η κυβέρνηση θα αντέξει τετραετία», υπογράμμισε, προβλέποντας ότι μετά τις επόμενες περιφερειακές εκλογές η κυβέρνηση στο Βερολίνο θα βρεθεί σε κρίσιμο σημείο και πιθανόν θα καταρρεύσει.
