Γεώργιος Βιζυηνός : Ένας σπουδαίος διηγηματογράφος

Γεώργιος Βιζυηνός : Ένας σπουδαίος διηγηματογράφος

Ο ποιητής και διηγηματογράφος με το ψευδώνυμο Γεώργιος Βιζυηνός, ο οποίος ήταν το γνωστό όνομα του Γεωργίου Μιχαηλίδη, γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 στη Βιζύη, μια κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης που είχε φυσική ομορφιά και ιστορικό παρελθόν ως ακρόπολη των βασιλιάδων της Θράκης από την εποχή του μυθικού Τηρέα.

Οι γονείς του, Μιχαήλος και Δεσποινιώ, ήταν φτωχοί, θρησκευόμενοι χωρικοί που είχαν πέντε παιδιά (τρία αγόρια και δύο κορίτσια) κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων του γάμου τους (ο Μιχαήλος πέθανε το 1854 λόγω τύφου).

Ο νεαρός Γεώργιος επηρεάστηκε σημαντικά από δύο πρόσωπα: τη μητέρα του, που χήρεψε σε νεαρή ηλικία και αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά για να μεγαλώσει τα παιδιά της, και τον παππού του, ο οποίος όχι μόνο παίζει μαζί του αλλά και του αφηγείται φανταστικές ιστορίες.

Ο Βιζυηνός πήγε στο δημοτικό σχολείο της Βιζύης και αργότερα ακολούθησε τον αδελφό του, Χρηστάκη, στην Πόλη για να μάθει την τέχνη του ράφτη από τον θείο του.

Ο θάνατος του θείου του και η βοήθεια που έλαβε από έναν κύπριο εμπορο επέτρεψαν στον Βιζυηνό να εγκαταλείψει τη ραπτική και να εστιαστεί στη λογοτεχνία.

Το ενδιαφέρον του για την Εκκλησία τον οδήγησε στην Λευκωσία (1867-1868) ως προστατευόμενο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Α’.

Το 1872, ταξίδεψε μαζί με τον Σωφρόνιο στην Πόλη, όπου γνώρισε τον Αρχιεπίσκοπο Σύρου, Λυκούργο, στον οποίο εξομολογήθηκε τα σχέδιά του για το μέλλον.

Ο Βιζυηνός εγγράφηκε στη Σχολή της Χάλκης ως ιεροσπουδαστής και ασχολήθηκε με την ποίηση, με την υποστήριξη του ποιητή Ηλία Τανταλίδη από την Φαναρι και του τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη, ο οποίος τον προστάτευε και τον χρηματοδότησε.

Το καλοκαίρι του 1873, επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του χωρίς χρήματα, υπό το όνομα Γεώργιος Μ. Βιζυηνός, και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς μετακόμισε στην Αθήνα, όπου πήγε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου στην περιοχή της Πλάκας.

Το 1874, απέσπασε έπαινο σε ποιητικό διαγωνισμό και εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το επόμενο έτος, με την υποστήριξη του Γεωργίου Ζαρίφη, ταξίδεψε στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, ψυχολογίας και φιλολογίας από γνωστούς καθηγητές (στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν, Λειψίας και Βερολίνου).

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, ο Βιζυηνός ήρθε σε επαφή με τη λυρική ποίηση, τη μουσική και το θέατρο της χώρας (χωρίς να αποκόψει την ελληνική παράδοση), ενώ έγινε μάρτυρας της εξέλιξης που είχαν συντελεστεί στους επιστημονικούς κλάδους της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής.

Το 1880, συνέγραψε τη διδακτορική του διατριβή (με θέμα “Το παιχνίδι υπό ένοψη ψυχολογική και παιδαγωγική”), η οποία εγκρίθηκε τον επόμενο χρόνο και τυπώθηκε με την υποστήριξη του Ζαρίφη. Κατόπιν, κινήθηκε ανάμεσα στην Αθήνα, το Παρίσι και το Λονδίνο από το 1882 έως το 1884, όμως ο θάνατος του Ζαρίφη το 1884 τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αθήνα για οικονομικούς λόγους.

Στη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, γνώρισε διάφορους σημαντικούς φιλολόγους και λογοτέχνες, όπως ο Δημήτριος Βικέλας και πολλοί άλλοι αντιπρόσωποι της ελληνικής γραμματείας. Στη συνέχεια, στο Λονδίνο, έγραψε το επικών επωνύμων διήγημα “Το αμάρτημα της μητρός μου”, το οποίο αρχικά δημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 1883 και στη συνέχεια στο περιοδικό “Εστία”.

Στην Αθήνα, ψάχνοντας τρόπους για να εξασφαλίσει οικονομική ανεξαρτησία μετά την αποχώρηση του από τη βοήθεια του Ζαρίφη, ο Βιζυηνός έγραψε ποιητικά έργα, φιλολογικές και φιλοσοφικές μελέτες και διηγήματα. Επιπλέον, υπέβαλε τη διατριβή του με τίτλο “Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω” στη Φιλοσοφική Σχολή, όπου ανακηρύχθηκε παμψηφεί υφηγητής και έλαβε άδεια διδασκαλίας στο μάθημα της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο, καθώς και τη θέση του καθηγητή σε ένα γυμνάσιο.

Παρόλο που η θητεία του ως δάσκαλος, όπως μαρτυρούν σχετικές πηγές, ήταν επιτυχής, ξαφνικά απολύθηκε από τη θέση του. Στη συνέχεια, επιχείρησε να βρει νέους τρόπους οικονομικής επιβίωσης για να μπορέσει να υποστηρίξει το συγγραφικό του έργο, και έτσι αποφάσισε να ασχοληθεί με την εκμετάλλευση ενός μεταλλείου που βρισκόταν κοντά στο χωριό Σαμακόβι της Ανατολικής Θράκης.

Κατόπιν προσπαθειών και με τη βοήθεια φίλων του, κατάφερε να διοριστεί καθηγητής Δραματολογίας και Ρυθμολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Επίσης, το 1890 συνεργάστηκε με το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των εκδοτών Μπαρτ και Χιρστ, στέλνοντας τους ιστορικούς και φιλολογικούς του άρθρους.

Δυστυχώς, την ίδια περίοδο, οι συμπτώματα της ασθένειάς του έγιναν πιο έντονα (αντιμετώπιζε γενική παράλυση), και συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του εξελληνισμένου Ιταλού Αντωνίου Φραβασίλη. Ειδικότερα, η σχέση του με την κόρη του Φραβασίλη, την Μπετίνα, που ήταν επίσης μαθήτριά του στο Ωδείο Αθηνών, ήταν ιδιαίτερα στενή.

Ωστόσο, η ανταπόκριση της μητέρας της Μπετίνας δεν ήταν θετική, αρνούμενη να τους επιτρέψει να παντρευτούν. Αυτό οδήγησε τον Βιζυηνό να προσπαθήσει να απαγάγει το κορίτσι. Ωστόσο, ο διευθυντής του Ωδείου, Γεώργιος Νάζος, αντιλαμβάνοντας την κρίσιμη κατάσταση, παρενέβη και με τη βοήθεια ενός νευρολόγου και ενός αστυνομικού, οδήγησαν τον Βιζυηνό στο Φρενοκομείο Δρομοκαΐτου στις 14 Απριλίου 1892.

Δυστυχώς, ο Βιζυηνός δεν έλαβε ποτέ εξιτήριο από το Φρενοκομείο. Μετά από τέσσερα χρόνια πάσχουσας κατάστασης, απεβίωσε στις 15 Απριλίου 1896. Η ασθένειά του είχε οδηγήσει σε γενική παράλυση των φρένων και κινητική αταξία. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας αυτού του δύσκολου χρονικού διαστήματος, κατάφερε να γράψει λίγα σημαντικά ποιητικά έργα.

Ο Δημήτριος Βιζυηνός αναδείχθηκε ως ένας σπουδαίος διηγηματογράφος που επεξεργάστηκε με ποιητικό τρόπο τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Στα έργα του αντιμετωπίζουμε περίπλοκους χαρακτήρες που διακατέχονται από αντιφατικά συναισθήματα. Τα διηγήματά του συνδυάζουν στοιχεία ρεαλισμού και ηθογραφίας, με μοναδικό τρόπο. Εξειδικεύεται στην πεζή αφήγηση, προσδίδοντας έτσι αυτοβιογραφικό και αυτοαναφορικό χαρακτήρα στα έργα του. Ο Βιζυηνός δημιουργεί πολλά πρόσωπα, ζωντανά και νεκρά, που κινούνται σε πλάνη σχετικά με την πραγματικότητα, και η μοίρα παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, αποτελώντας κύριο πρόσωπο της πλοκής. Τα διηγήματά του είναι γεμάτα δραματικότητα και πυκνότητα, αποτυπώνοντας τις συνέπειες των μοιραίων γεγονότων στους χαρακτήρες τους.

Οι προσπάθειές του να παντρευτεί την Μπετίνα, παρά την αντίδραση της μητέρας της, και η τραγική εξέλιξη της κατάστασης, μας αφήνουν μια πικρή γεύση για το τέλος του διηγηματογράφου που πάσχιζε να ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής. Ο Βιζυηνός, παρ’ όλα αυτά, αφήνει πίσω του ένα σπουδαίο κληρονομιά διηγημάτων που μαγνητίζουν τον αναγνώστη με την ανθρωπιά και την τρυφερότητα των ηρώων τους.

Το έργο του Δημητρίου Βιζυηνού, αν και διακόπηκε πρόωρα από την ασθένειά του και τον θάνατό του, παραμένει ως μια σημαντική και αξιολάτρευτη συνεισφορά στην ελληνική λογοτεχνία, και το έργο του συνεχίζει να εμπνέει και να συγκινεί τους αναγνώστες μέχρι σήμερα.

Exit mobile version