Την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025 έληξε η προθεσμία που είχε θέσει η ΑΑΔΕ στις τράπεζες και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα για να διαβιβάσουν τα στοιχεία που αφορούν μεγάλου ύψους τραπεζικές συναλλαγές, καταθέσεις, αναλήψεις και επενδύσεις σε κινητές αξίες που πραγματοποιήθηκαν από φυσικά πρόσωπα το 2024.
Σύμφωνα με τις, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να αποστείλουν στοιχεία για:
- Εμβάσματα, επιταγές και εισπράξεις μέσω πιστωτικών καρτών από φυσικά και νομικά πρόσωπα
- Λογαριασμούς με συναλλαγές άνω των 100.000 ευρώ
- Χαρτοφυλάκια κινητών αξιών άνω των 200.000 ευρώ
- Μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό
- Συναλλαγές ατόμων και επιχειρήσεων υψηλού κινδύνου
Διασταυρώσεις με τις φορολογικές δηλώσεις
Όλα τα παραπάνω στοιχεία θα διασταυρωθούν από τις φορολογικές αρχές με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του 2024, οι οποίες θα υποβληθούν μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Ιουλίου 2025.
Εάν διαπιστωθούν διαφορές ανάμεσα στις δηλωθείσες απολαβές και στα τραπεζικά υπόλοιπα, οι φορολογούμενοι θα πρέπει να προσκομίσουν δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη νόμιμη προέλευση των ποσών.
Σε περίπτωση που δεν δοθούν ικανοποιητικές εξηγήσεις, τα αδήλωτα ποσά θα χαρακτηριστούν ως «παράνομη προσαύξηση περιουσίας» και θα επιβληθούν:
- Φόρος 33% επί των μη δικαιολογημένων ποσών
- Πρόστιμο 50% επί του πρόσθετου φόρου
Πώς γίνεται ο εντοπισμός παραβάσεων
Η ΑΑΔΕ χρησιμοποιεί το λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας (ΕΛΑΕΠΠ) για τον εντοπισμό αδήλωτων εισοδημάτων μέσω συγκριτικών ελέγχων.
Σχετικά με τις επιχειρήσεις, οι διασταυρώσεις θα εστιάσουν στη σύγκριση των φορολογικών δηλώσεων με τα στοιχεία των εισπράξεων μέσω τραπεζικών συναλλαγών. Εάν προκύψουν ανακριβείς δηλώσεις, τα αδήλωτα έσοδα θα χαρακτηριστούν «αποκρυβέντα» και θα επιβληθούν πρόσθετοι φόροι και προσαυξήσεις 50%.
Ομάδες «υψηλού κινδύνου»
Μέχρι τις 30 Απριλίου 2025, οι τράπεζες θα πρέπει να διαβιβάσουν στην ΑΑΔΕ στοιχεία για πελάτες που ανήκουν στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου:
- Ελεύθεροι επαγγελματίες με εισοδήματα άνω των 200.000 ευρώ το 2024
- Νομικά πρόσωπα με καταθέσεις ή αναλήψεις άνω των 300.000 ευρώ
Οι φορολογικές αρχές θα εξετάσουν αναλυτικά τις κινήσεις των λογαριασμών, ώστε να εντοπίσουν ενδεχόμενες παρατυπίες και φοροδιαφυγή.