Για τη δυσαρέσκεια που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη αναφέρονται οι Sunday Times, παρουσιάζοντας δηλώσεις της Μαρίας Καρυστιανού, μητέρας της 19χρονης Μάρθης που ήταν ανάμεσα στα 57 θύματα.
Ο τίτλος του άρθρου επισημαίνει: «Δύο χρόνια μετά τη ‘συγκάλυψη’ της τραγωδίας στο σιδηρόδρομο, η Ελλάδα είναι πιο αγανακτισμένη από ποτέ».
Σύμφωνα με το βρετανικό Μέσο, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς στην Ευρώπη.
Ο ρεπόρτερ Πίτερ Κόνραντι περιγράφει τη Μαρία Καρυστιανού ως πρόσωπο-σύμβολο του αγώνα των οικογενειών των θυμάτων, κάνοντας ειδική αναφορά στο σοκ που υπέστη όταν ήρθε στο φως το ηχητικό απόσπασμα του Intercity 62.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ίδια είχε την εντύπωση –όπως της είχαν διαβεβαιώσει οι αρχές– ότι ο θάνατος της κόρης της ήταν άμεσος.
Στο ηχητικό ντοκουμέντο, ωστόσο, καταγράφεται η φωνή της φίλης της Μάρθης, Φραντζέσκας.
«Την άκουγα να μιλάει στην κόρη μου, λέγοντας: ‘Μάρθη, θα πεθάνουμε, σ’ αγαπώ’», περιγράφει η Μαρία Καρυστιανού στον συντάκτη του άρθρου, καθισμένη στο διαμέρισμά της με θέα στο Αιγαίο στη Θεσσαλονίκη.
Σε άλλο σημείο του ηχητικού η Φραντζέσκα φώναζε: «Δεν έχουμε οξυγόνο».
«Για τρία φρικτά λεπτά η Μάρθη ήταν ζωντανή μαζί με τη φίλη της», λέει η μητέρα της. «Οι ηχογραφήσεις έδειξαν ότι οι άνθρωποι δεν ήταν απλώς ζωντανοί, αλλά είχαν συνείδηση και μπορούσαν να μιλήσουν για το τι τους συνέβαινε».
Λίγο μετά, τα δύο κορίτσια έχασαν τη ζωή τους μέσα στις φλόγες, με το άρθρο να αναφέρεται στις πυρόσφαιρες που δημιουργήθηκαν εντός των βαγονιών.
Όταν η Καρυστιανού κλήθηκε να αναγνωρίσει τη σορό της κόρης της τρεις μέρες αργότερα, το σώμα της ήταν τόσο καμένο που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ.
Για τις οικογένειες και τους φίλους των θυμάτων, η ασάφεια γύρω από τις συνθήκες θανάτου αποτελεί μόνο ένα από τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία, όπως επισημαίνεται, διογκώθηκαν με την πάροδο του χρόνου – κυρίως σε σχέση με τα κενά ασφαλείας και τη σπουδή των αρχών να καθαρίσουν το σημείο, κάτι που πιθανόν έθεσε σε κίνδυνο κρίσιμα στοιχεία.
«Δεν έχω οξυγόνο» είναι πλέον ένα από τα βασικά συνθήματα που επαναλαμβάνονται στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη.
Η πίεση προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αυξάνεται, σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο αναφέρει ότι παρότι εξασφάλισε αυτοδυναμία λίγους μήνες μετά την τραγωδία του 2023, η υπόθεση συνεχίζει να επηρεάζει την εικόνα της κυβέρνησης.
Σε πρόσφατες μετρήσεις κοινής γνώμης, επτά στους δέκα ερωτηθέντες εκτιμούν ότι υπήρξε απόπειρα συγκάλυψης, με ένα σημαντικό ποσοστό αυτών να δηλώνουν ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας.
Το άρθρο αναφέρεται και στη μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση της 28ης Φεβρουαρίου, στην παρουσία του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων, καθώς και στην εκστρατεία συλλογής υπογραφών για την απονομή δικαιοσύνης.
Σημειώνεται επίσης η επίθεση με εκρηκτικό μηχανισμό στα γραφεία της Hellenic Train, με την οργάνωση «Επαναστατική Ταξική Αυτοάμυνα» να αναλαμβάνει την ευθύνη.
Ο Βασίλης Ντούσας, αναλυτής του German Marshall Fund, υποστηρίζει ότι «το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο», τονίζοντας πως η σιδηροδρομική υποδομή στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλή χρηματοδότηση, ανεπαρκές και, πολλές φορές, λανθασμένο προσωπικό και παρωχημένα μέσα, με διαχρονικά προβλήματα που παρέμεναν άλυτα.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η κυβέρνηση επιβάρυνε την κατάσταση με τη διαχείριση του περιστατικού. Αρχικά απέδωσε τα αίτια αποκλειστικά στο ανθρώπινο λάθος, αγνοώντας τις χρόνιες παθογένειες, και στη συνέχεια φάνηκε να αποφεύγει τη συζήτηση, αφήνοντας περιθώριο να ενισχυθεί η αίσθηση συγκάλυψης.
Ο Ντούσας παραλληλίζει την υπόθεση με την τραγωδία στον πύργο Γκρένφελ στο Λονδίνο, λέγοντας πως «όπως τότε, έτσι και τώρα, οι πολίτες αναγνώρισαν τον εαυτό τους στα πρόσωπα των θυμάτων».
Η κατάρρευση της κυβερνητικής εκδοχής περί μεμονωμένου ανθρώπινου σφάλματος, όπως περιγράφεται, ήρθε όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται πτυχές της υπόθεσης που ανέδειξαν τις ευρύτερες ελλείψεις στο σύστημα.
Το ρεπορτάζ υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα συχνά κατατάσσεται μεταξύ των πιο διεφθαρμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τονίζει ότι οι πελατειακές σχέσεις, η έλλειψη εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη και στα ΜΜΕ επιδεινώνουν την εικόνα.
Η Μαρία Καρυστιανού δηλώνει πως «φυσικά ήταν δυστύχημα, αλλά ήταν ένα δυστύχημα που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί».
Στην έκθεση του Βασίλη Κοκοτσάκη για λογαριασμό των συγγενών των θυμάτων αναφέρεται πως οι εκρήξεις πυρόσφαιρας συνδέονται με τη μεταφορά εύφλεκτων υλικών από το εμπορικό τρένο, τα οποία φέρεται να μην είχαν δηλωθεί.
Αυτό ενδέχεται να εξηγεί και την αναφορά της Φραντζέσκας στην έλλειψη οξυγόνου, που αποτέλεσε και βασικό μήνυμα των διαδηλώσεων.
Παρότι δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη η ημερομηνία της δίκης, έχουν ήδη υπάρξει παραιτήσεις αξιωματούχων. Ο υπουργός Μεταφορών Κώστας Καραμανλής, ο οποίος λίγο πριν το δυστύχημα είχε δηλώσει ότι οι σιδηρόδρομοι ήταν ασφαλείς, αποχώρησε αμέσως μετά την τραγωδία. Ακολούθησαν ο αναπληρωτής υπουργός Κλιματικής Κρίσης Χρήστος Τριαντόπουλος και ο γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Παπαγεωργίου, που επίσης υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Και οι τρεις αρνούνται οποιαδήποτε εμπλοκή ή ευθύνη.
Η Μαρία Καρυστιανού, συνεχίζοντας τη δράση της, αντιμετωπίζει έντονες επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις οποίες αποδίδει σε κύκλους της Νέας Δημοκρατίας που επιδιώκουν να πλήξουν το πρόσωπό της.
Αρνείται, επίσης, ότι έχει πρόθεση να εμπλακεί στην πολιτική. Όπως δηλώνει: «Είμαστε απέναντι στους πολιτικούς, οπότε αντιμετωπίζουμε έναν άδικο αγώνα, διότι παραδοσιακά στην Ελλάδα οι πολιτικοί δεν είναι ποτέ ένοχοι για τίποτα, και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα». Και καταλήγει: «Θέλω απλώς να αποδοθεί δικαιοσύνη και να είμαι σίγουρη ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί ποτέ. Ξέρω ότι αυτό θα ήθελε και η κόρη μου».