Ο Ντόναλντ Τραμπ απέφυγε για ακόμη μία φορά να αναγνωρίσει επίσημα τη Γενοκτονία των Αρμενίων, χρησιμοποιώντας στη δήλωσή του τον όρο «Meds Yeghern» – μια έκφραση που μεταφράζεται ως «η μεγάλη συμφορά» και συχνά επιλέγεται για να αποφεύγεται η λέξη «Γενοκτονία», ώστε να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με την Τουρκία.
Η πρακτική αυτή επανέφερε την αγανάκτηση της αρμενικής διασποράς, ειδικά στις ΗΠΑ, όπου οργανώσεις όπως η Αρμενική Εθνική Επιτροπή Αμερικής εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους, κατηγορώντας τον Αμερικανό πρόεδρο για υποταγή στις τουρκικές πιέσεις. Ο επικεφαλής της επιτροπής, Αράμ Χαμπαρτιάν, τόνισε ότι η αποφυγή του όρου «Γενοκτονία» αποτελεί προσβολή στη μνήμη των θυμάτων και υπονομεύει το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ασυνέπεια της αμερικανικής πολιτικής σε αυτό το ζήτημα είναι προφανής: ενώ το 2021, η κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία των Αρμενίων, επαναφέροντας το θέμα στη διεθνή ατζέντα, η επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία συνοδεύτηκε από μια σιωπηρή αναδίπλωση, γεγονός που θέτει ερωτήματα για τη σταθερότητα της στάσης των ΗΠΑ απέναντι σε εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Η άσκηση πιέσεων από την Τουρκία προς την Ουάσινγκτον, ώστε να αποφεύγεται η επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας, αποτελεί πάγια τακτική δεκαετιών. Ωστόσο, η φετινή στάση του Λευκού Οίκου εκλαμβάνεται από τους Αρμένιους και υποστηρικτές της ιστορικής αλήθειας ως παραδοχή αδυναμίας και ενίσχυση της τουρκικής ρητορικής άρνησης.
Το ζήτημα δεν περιορίζεται σε μια «διπλωματική ισορροπία» αλλά αγγίζει τα όρια της δικαιοσύνης και της ιστορικής μνήμης, με την αναγνώριση της Γενοκτονίας να θεωρείται ζήτημα θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πέρα από γεωπολιτικά συμφέροντα.