Ξεκίνησε χθες, Δευτέρα 5 Μαΐου, η διαδικασία δημοσίευσης των οικονομικών αποτελεσμάτων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της Ελλάδας για το πρώτο τρίμηνο του 2025, η οποία θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή 9 Μαΐου. Οι διοικήσεις των τραπεζών πρόκειται να παρουσιάσουν στους διεθνείς επενδυτές τις στρατηγικές τους προτεραιότητες, δίνοντας παράλληλα εικόνα για τις τάσεις στην εγχώρια τραπεζική αγορά.
Η αρχή γίνεται με την Τράπεζα Πειραιώς, ακολουθούν την Πέμπτη 8 Μαΐου η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα, ενώ την Παρασκευή 9 Μαΐου θα κλείσει τον κύκλο η Alpha Bank.
Το βασικό ερώτημα που κυριαρχεί στις αναλύσεις αφορά τον αντίκτυπο των μειώσεων επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα οικονομικά μεγέθη, καθώς η πίεση στα επιτοκιακά έσοδα ενδέχεται να επηρεάσει την τελική κερδοφορία των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, η επενδυτική κοινότητα εμφανίζεται καθησυχασμένη, προβλέποντας ότι τα καθαρά αποτελέσματα δεν θα παρουσιάσουν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της κερδοφορίας εκτιμάται ότι θα παίξουν η συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών, η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η συνακόλουθη μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών ανεβάζουν τα συνολικά καθαρά κέρδη των τεσσάρων τραπεζικών ομίλων για το πρώτο τρίμηνο στα 1 δισεκατομμύριο ευρώ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν τα έσοδα από τόκους και προμήθειες, τα οποία για το 2024 διαμορφώθηκαν στα 8,667 δισ. ευρώ και 2,148 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν προβάδισμα σε σχέση με τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, καθώς το επιτοκιακό τους περιθώριο παραμένει σχεδόν διπλάσιο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη δυνατότητά τους να αναπροσαρμόζουν άμεσα τα επιτόκια των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ δεν προχώρησαν σε αντίστοιχες μειώσεις στις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων – οι οποίες υποχώρησαν οριακά κατά μόλις 0,10%.
Για το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα καθαρά έσοδα από τοκοφόρες δραστηριότητες των τεσσάρων ομίλων είχαν φτάσει τα 2,11 δισ. ευρώ. Οι προβλέψεις για το φετινό αντίστοιχο διάστημα τοποθετούν τον σχετικό δείκτη λίγο κάτω από τα 2 δισ. ευρώ, υποδεικνύοντας μια ήπια μείωση.
Παράλληλα, πτωτικά αναμένονται και τα έσοδα από προμήθειες, κυρίως για τρεις λόγους: το πρώτο τρίμηνο δεν περιλαμβάνει την υψηλή τουριστική δραστηριότητα του καλοκαιριού, δεν σημειώνεται ιδιαίτερη αύξηση στη χορήγηση νέων δανείων κατά τους χειμερινούς μήνες και έχει τεθεί σε ισχύ από τον Φεβρουάριο η νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση ή κατάργηση προμηθειών σε βασικές τραπεζικές συναλλαγές. Η εκτιμώμενη ετήσια απώλεια για κάθε τράπεζα από τις συγκεκριμένες αλλαγές υπολογίζεται σε περίπου 25 εκατ. ευρώ.
Στην κατεύθυνση της κάλυψης αυτών των απωλειών, οι θετικές επιδόσεις στους τομείς της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης (bancassurance) και της διαχείρισης κεφαλαίων (asset management) αναμένεται να λειτουργήσουν ως αντιστάθμισμα, διατηρώντας σε ικανοποιητικά επίπεδα τη συνολική απόδοση των τραπεζικών ομίλων για το α’ τρίμηνο του 2025.