Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησαν τη Δευτέρα (19/5) σε μια από τις πιο εκτεταμένες αποκαταστάσεις σχέσεων στον τομέα της άμυνας και του εμπορίου από την εποχή του Brexit, σε ένα σκηνικό αλλαγών που προκάλεσε ο Ντόναλντ Τραμπ και οδήγησε τις δύο πλευρές να επαναπροσδιορίσουν τη συνεργασία τους.
Περίπου εννέα χρόνια μετά το δημοψήφισμα για αποχώρηση από την Ε.Ε., η Βρετανία, ισχυρή δύναμη στον στρατιωτικό τομέα, εντάσσεται εκ νέου σε κοινά ευρωπαϊκά εξοπλιστικά έργα. Συμφωνήθηκε επίσης η χαλάρωση εμπορικών περιορισμών για τρόφιμα και η επιστροφή τουριστών από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ε.Ε. με διευκολύνσεις, ενώ εγκρίθηκε και νέα, επίμαχη συμφωνία στον τομέα της αλιείας.
Οι εμπορικοί φραγμοί του Τραμπ, σε συνδυασμό με τις εκκλήσεις του για μεγαλύτερη στρατιωτική αυτάρκεια στην Ευρώπη, οδήγησαν σε επαναπροσέγγιση μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, όπως επισημαίνει το Reuters. Ο Κιρ Στάρμερ, που είχε στηρίξει την παραμονή στην Ε.Ε., εκτιμά ότι η παροχή χειροπιαστών ωφελημάτων στους Βρετανούς —όπως η ταχύτερη διέλευση από τα ευρωπαϊκά αεροδρόμια— μπορεί να περιορίσει τις επικρίσεις από υπέρμαχους του Brexit, όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ.
Η κυβέρνηση του Λονδίνου υποστηρίζει ότι η συνεργασία με τον βασικότερο εμπορικό της εταίρο θα μειώσει τη γραφειοκρατία, θα φέρει φθηνότερα τρόφιμα, θα ενισχύσει την ασφάλεια στον ενεργειακό τομέα και θα προσθέσει σχεδόν 9 δισ. λίρες στην οικονομία μέχρι το 2040.
Πρόκειται για την τρίτη διμερή συμφωνία του Ηνωμένου Βασιλείου μέσα στον Μάιο, μετά από εκείνες με ΗΠΑ και Ινδία. Αν και δεν αναμένεται άμεση ώθηση στην οικονομία, η συμφωνία εκτιμάται ότι μπορεί να ενισχύσει το επενδυτικό κλίμα.
«Ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε μπροστά», ανέφερε ο Στάρμερ, σημειώνοντας: «Να αφήσουμε πίσω μας ξεπερασμένες αντιπαραθέσεις και να αναζητήσουμε κοινά, ρεαλιστικά βήματα για το καλό των πολιτών μας. Αν αυτό σημαίνει στενότερη συνεργασία με εταίρους, είμαστε πρόθυμοι να την επιδιώξουμε».
Στην καρδιά της νέας προσέγγισης βρίσκεται μια συμφωνία για κοινές αμυντικές και στρατηγικές προμήθειες, που θα επιτρέψει σε βρετανικές βιομηχανίες όπως οι BAE, Rolls-Royce και Babcock να συμμετάσχουν στο ευρωπαϊκό εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 150 δισ. ευρώ.
Σε σχέση με την αλιεία, τα αλιευτικά των δύο πλευρών θα έχουν πρόσβαση στα χωρικά ύδατα εκατέρωθεν για διάστημα 12 ετών — ένα από τα ισχυρά χαρτιά του ΗΒ που τίθεται στο τραπέζι με αντάλλαγμα τη μείωση ελέγχων και εμποδίων για τις εξαγωγές μικρών επιχειρήσεων τροφίμων προς την Ε.Ε.
Παράλληλα, το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμεύθηκε σε μια περιορισμένη συμφωνία μετακίνησης νέων, με λεπτομέρειες που θα συμφωνηθούν αργότερα, και άνοιξε συζητήσεις για επιστροφή στο πρόγραμμα Erasmus+.
Η συμφωνία προκάλεσε αντιδράσεις από τον Φάρατζ και τους Συντηρητικούς, οι οποίοι είχαν διαχειριστεί την αποχώρηση από την Ένωση και τις επόμενες διαπραγματεύσεις.
Μεταξύ των βασικών σημείων της συμφωνίας περιλαμβάνονται η αύξηση των σημείων eGates για τους Βρετανούς τουρίστες, η επαναφορά του «διαβατηρίου κατοικιδίων», η διευκόλυνση εμπορικών ροών σε τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα, η προστασία των βρετανικών εξαγωγών χάλυβα από ευρωπαϊκούς δασμούς και η σύνδεση με το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων.
Επιπλέον, προβλέπεται έναρξη διαλόγου για την πρόσβαση σε ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων προσώπων, με στόχο την ενίσχυση της εγκληματολογικής συνεργασίας, ενώ ενισχύεται η αμυντική συνεργασία μέσω του Ταμείου Άμυνας της Ε.Ε. ύψους 150 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερα επωφελημένη αναμένεται να είναι η Βόρεια Ιρλανδία, καθώς περιορίζονται οι έλεγχοι στο εσωτερικό θαλάσσιο σύνορο με τη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Στάρμερ χαρακτήρισε την πρωτοβουλία ως απόπειρα εγκατάλειψης «ξεπερασμένων συζητήσεων» και επιστροφής στην ουσία: «Να σφυρηλατήσουμε δεσμούς, να διαπραγματευτούμε συμφωνίες με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και να επιδιώξουμε ό,τι είναι καλύτερο για τον βρετανικό λαό».
Ο Αντόνιο Κόστα επεσήμανε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. είναι «πιο δυνατές όταν πορεύονται μαζί» και αναφέρθηκε στην κοινή στάση απέναντι στη Ρωσία, προαναγγέλλοντας ένα νέο πακέτο κυρώσεων. Οι δύο πλευρές θα καθιερώσουν ετήσιες συνόδους κορυφής.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έκανε λόγο για νέα εποχή συνεργασίας. Υπογράμμισε τη σημασία της συμφωνίας για την άμυνα και την ασφάλεια, για την επανασύνδεση του ΗΒ με την ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την επανένταξη στο Erasmus+.
Η συμφωνία εντάσσεται σε ένα πλαίσιο σταδιακής επαναπροσέγγισης των δύο πλευρών μετά από χρόνια εντάσεων που ακολούθησαν το δημοψήφισμα του 2016. Η ψήφος υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε. ανέδειξε βαθύ διχασμό στο Ηνωμένο Βασίλειο για θέματα όπως η κυριαρχία, η μετανάστευση και η ταυτότητα.
Πέντε πρωθυπουργοί άλλαξαν από τότε, μέχρι την άνοδο του Στάρμερ το καλοκαίρι. Παρότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μετάνοια για το Brexit, η επιστροφή στην Ε.Ε. δεν τίθεται άμεσα ως ζήτημα. Ο Φάρατζ προηγείται στις προτιμήσεις μερίδας των ψηφοφόρων, περιορίζοντας τα περιθώρια κινήσεων της κυβέρνησης.
Η συνεργασία Λονδίνου – Βρυξελλών στην Ουκρανική κρίση βοήθησε στην αποκατάσταση εμπιστοσύνης. Ο Στάρμερ απέφυγε να ζητήσει πλήρη επανένταξη σε δομές όπως η ενιαία αγορά, επιδιώκοντας μερική πρόσβαση σε επιλεγμένους τομείς, μια τακτική που η Ε.Ε. συχνά απορρίπτει ως «επιλεκτική».
Η ελάφρυνση των γραφειοκρατικών εμποδίων στις εισαγωγές και εξαγωγές τροφίμων προϋποθέτει αποδοχή των ευρωπαϊκών προτύπων, κάτι που η κυβέρνηση θεωρεί αναγκαίο για την ανάπτυξη και τη μείωση τιμών. Αναλυτές τονίζουν πως η αποδοχή κοινοτικής εποπτείας, με ανταλλάγματα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αγρότες, είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση.
Παρά τις αλλαγές, η βρετανική οικονομία δεν θα επιστρέψει στις συνθήκες προ-Brexit. Η αποχώρηση από την Ε.Ε. έχει προκαλέσει απώλειες σε θέσεις εργασίας, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα του Λονδίνου, και μείωση φορολογικών εσόδων.