Το ζήτημα της αναθεώρησης του άρθρου 103 του Συντάγματος, που αφορά στη μονιμότητα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, τέθηκε στο επίκεντρο της τακτικής ενημέρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον Πρωθυπουργό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε πως η τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου επιδιώκει να εδραιώσει θεσμικά την έννοια της αξιολόγησης στη δημόσια διοίκηση, ώστε να επιβραβεύονται οι συνεπείς υπάλληλοι και να υπάρχει δυνατότητα απομάκρυνσης για όσους δεν ανταποκρίνονται επίμονα και διαρκώς στα καθήκοντά τους.
Ο πρωθυπουργός ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αυτή η πρωτοβουλία αφορά πρωτίστως τη θεσμική κατοχύρωση της έννοιας της αξιολόγησης και της δυνατότητας αφενός να μπορούμε να επιβραβεύουμε τους συνεπείς και εργατικούς δημόσιους υπαλλήλους, αλλά αφετέρου, αν υπάρχουν περιπτώσεις υπαλλήλων οι οποίοι συστηματικά, επίμονα και επί μακρό χρόνο δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της θέσης τους, να μην υπάρχει συνταγματικό κώλυμα προκειμένου να απομακρύνονται από το Δημόσιο».
Πέρα από το άρθρο 103, η κυβέρνηση σχεδιάζει την επέκταση της συνταγματικής αναθεώρησης με την προσθήκη των άρθρων 16 (που σχετίζεται με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων), 86 (για την ποινική ευθύνη υπουργών) και 24 (για το περιβάλλον και τον χωροταξικό σχεδιασμό).
«Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις ήταν πάντα μια ευκαιρία για συζητήσεις οι οποίες είχαν σκοπό να χτίσουν γέφυρες και όχι να ανοίξουν καινούργια ρήγματα. Ακριβώς γιατί αυτό επιβάλλει το ίδιο το Σύνταγμα, οπότε ελπίζω τα κόμματα να προσέλθουν σε αυτή τη συζήτηση με την απαιτούμενη θεσμική υπευθυνότητα», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τασούλας, σχολίασε από την πλευρά του: «Αξίζει τον κόπο η συζήτηση να είναι συναινετική. Συναινετική δεν σημαίνει απαραιτήτως συμφωνούμε σε όλα, αλλά το ύφος και το στυλ της συζήτησης να είναι συναινετικό, το οποίο αποτελεί πιστεύω και επιταγή του ίδιου του Συντάγματος όσον αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση».
Η πρόθεση της κυβέρνησης για τροποποίηση του άρθρου 103 πυροδότησε έντονες αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, χαρακτήρισε την πρόταση ως επικοινωνιακό τέχνασμα, ενώ η κυβέρνηση απάντησε ότι επιθυμεί ξεκάθαρες θέσεις από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς.
Η κυβερνητική πλευρά δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει με την πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, καλώντας τους πολιτικούς φορείς να συμμετάσχουν ενεργά στη συζήτηση και να υποβάλουν τις δικές τους προτάσεις.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση, ανέφερε: «Κανείς δεν θέλει να λειτουργήσει τιμωρητικά για τους δημοσίους υπαλλήλους. Υπάρχουν πολλοί υπάλληλοι – και γνωρίζω προσωπικά αρκετούς – οι οποίοι, αμειβόμενοι με χαμηλές αποδοχές εργάζονται και πέρα από το ωράριο τους για να βοηθήσουν τη διοίκηση και τους πολίτες. Ωστόσο, υπάρχει θέμα αξιοκρατίας, αξιολόγησης και λογοδοσίας και αυτό πάμε να αντιμετωπίσουμε, αυτό που πάμε να κάνουμε θέλουμε να βασίζεται σε καλές ευρωπαϊκές πρακτικές, πώς κάνουν αξιολόγηση στη Γερμανία, τη Γαλλία , την Ιταλία και εμείς δεν θα την κάνουμε»?
Στο MEGA, ο κ. Ανδρουλάκης δήλωσε: «Ψήφισαν νόμους που ήθελαν να φέρουν την αξιοκρατία στο δημόσιο και το 80% τμηματαρχών και γενικών διευθυντών να είναι κομματικές επιλογές. Το ΠΑΣΟΚ θέλει ένα δημόσιο που θα λειτουργεί στα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, Γαλλίας και Γερμανίας. Κι εκεί υπάρχει μονιμότητα αλλά υπάρχει αξιολόγηση, αξιοκρατία, ο υπάλληλος μπορεί να χάσει τη δουλειά του αλλά υπάρχει μια δομή».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, απάντησε ζητώντας σαφείς τοποθετήσεις: «για να ληφθεί η απόφαση θέλει πλειοψηφία, επειδή άκουσα και την αμήχανη αντίδραση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, η ερώτηση αυτή τη στιγμή είναι μία και συγκεκριμένη. Συμφωνεί το ΠΑΣΟΚ να βάλουμε στο τραπέζι της αναθεώρησης το άρθρο 103 του Συντάγματος, να αρθεί η μονιμότητα στο δημόσιο; Αυτό με τους μετακλητούς το έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ισχύει και έχει απαντηθεί. Τώρα, εγώ δεν κατάλαβα τι είπε ο κ. Ανδρουλάκης, να σας πω την αλήθεια. Γιατί δεν ήθελε να δώσει απάντηση».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελος, μιλώντας στο «Ράδιο Πάντειον», κατηγόρησε την κυβέρνηση πως: «τα βάζει με τους δημόσιους υπαλλήλους γιατί θέλει να ξεπουλήσει την πολιτεία είναι πολύ πιο σκληρός στην ύδρευση, στην υγεία, την καθαριότητα, ενώ υπάρχει πειθαρχικό δίκιο για τους δημόσιους υπάλληλος και ο ίδιος φέρνει τα ρουσφέτια του».
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας του ΚΚΕ επίσης επιτέθηκε στην κυβέρνηση λέγοντας: «με φτηνά επικοινωνιακά κόλπα θα πείσει τον λαό ότι για το εχθρικό, εγκληματικό κράτος που έχει απέναντί του, ευθύνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι».
Ο Κυριάκος Βελόπουλος της Ελληνικής Λύσης υποστήριξε: «Μόνον τα καθεστώτα επιζητούν κοινωνικό αυτοματισμό και διχασμό, αλλά δεν χρησιμοποιούν τον φιλολαϊκό μετασχηματισμό».
Η Έφη Αχτσιόγλου, βουλευτής της Νέας Αριστεράς, υποστήριξε πως: «Στόχος της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη, που επενδύουν στον κοινωνικό αυτοματισμό, είναι η περαιτέρω διάλυση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων στο Δημόσιο, η ομηρία και ο εκβιασμός των δημοσίων υπαλλήλων».
Η κυβέρνηση προτίθεται να συνεχίσει στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης.
Σε επίπεδο Κοινοβουλίου, η παρούσα Βουλή έχει τον ρόλο της προτείνουσας, ενώ η επόμενη θα αναλάβει την ευθύνη της αναθεώρησης. Έχει παρέλθει ήδη πενταετία από την τελευταία τροποποίηση του 2019, γεγονός που επιτρέπει την επανέναρξη της σχετικής διαδικασίας. Όπως εξήγησε ο πρωθυπουργός, η νέα σύνοδος της Βουλής, η οποία ξεκινά την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου, θα δρομολογήσει την αναθεώρηση.
Η προτείνουσα Βουλή θα διαπιστώσει την αναγκαιότητα τροποποίησης και θα ορίσει επακριβώς ποια άρθρα θα ενταχθούν στην αναθεώρηση. Θα ακολουθήσει συζήτηση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και στη συνέχεια θα τεθεί σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια.
Σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, προβλέπονται τρία πιθανά σενάρια για την ψήφιση κάθε άρθρου:
- Αν δεν επιτευχθεί πλειοψηφία 151 ψήφων, το άρθρο απορρίπτεται και δεν μεταφέρεται στην επόμενη Βουλή.
- Αν συγκεντρωθούν από 151 έως 180 ψήφοι, τότε η επόμενη Βουλή πρέπει να το υπερψηφίσει με τουλάχιστον 180 ψήφους.
- Εφόσον συγκεντρωθούν πάνω από 180 ψήφοι, τότε αρκούν 151 στην επόμενη Βουλή για την τελική του έγκριση.