«Όχι» του Μισθοδικείου στην επιστροφή 13ου και 14ου μισθού σε δικαστές και εισαγγελείς

«Όχι» του Μισθοδικείου στην επιστροφή 13ου και 14ου μισθού σε δικαστές και εισαγγελείς

Το Μισθοδικείο, υπό την προεδρία του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνου Κουσούλη και με εισηγήτρια την καθηγήτρια της Νομικής του ΑΠΘ Χαρίκλεια Απαλαγάκη, αποφάνθηκε ομόφωνα πως δεν δικαιολογείται η επαναφορά των επιδομάτων 13ου και 14ου μισθού σε δικαστικούς, εισαγγελείς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η απόφαση βασίστηκε στην εκτίμηση ότι η κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος άδειας, η οποία επήλθε με τον νόμο 4093/2012 και εξακολουθεί να ισχύει, δεν παραβιάζει την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών ούτε αντιβαίνει στις αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.

Το Μισθοδικείο επιβεβαίωσε την εδραιωμένη νομολογιακή αρχή ότι το Σύνταγμα (άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2) εγγυάται ειδική μισθολογική μεταχείριση για τους δικαστές, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιοπρέπεια και η ανεμπόδιστη άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτή η μεταχείριση συνεπάγεται αμοιβές τουλάχιστον ισότιμες με αυτές αντίστοιχων λειτουργών των άλλων εξουσιών, οι οποίες πρέπει να αναπροσαρμόζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα με βάση συγκριτικά οικονομικά δεδομένα.

Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η κατάργηση των δώρων εφαρμόστηκε οριζόντια στον δημόσιο τομέα βάσει του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, με στόχο δημοσιονομικό όφελος ύψους 496.600.000 ευρώ. Η περικοπή αφορούσε συνολικά όλους τους μισθωτούς του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ΟΤΑ, καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, χωρίς διακρίσεις υπέρ ή κατά κάποιας κατηγορίας.

Υπογραμμίστηκε, επιπλέον, ότι τα μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης, ως μέρος του ευρύτερου σχεδίου προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, αποβλέποντας στην αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Το Μισθοδικείο εκτίμησε ότι, λόγω του γενικευμένου χαρακτήρα της κατάργησης, δεν δημιουργείται αδικία εις βάρος των λειτουργών της Δικαιοσύνης ούτε παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης ισότητας. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση για την εφαρμογή της περικοπής στους δικαστικούς λειτουργούς.

Επιπλέον, το σώμα επανέλαβε πως ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια στο πεδίο της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Η επιλογή του να μη διερευνήσει άλλες εναλλακτικές λύσεις δεν συνιστά από μόνη της έλλειψη αιτιολόγησης, εφόσον η ρύθμιση εντάσσεται στο γενικότερο πλάνο εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών.

Το Μισθοδικείο επισήμανε, επίσης, ότι οι βασικές αποδοχές και ορισμένα επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 30 του ν. 3205/2003 έχουν ήδη επανέλθει στα προ του 2012 επίπεδα.

Συνεπώς, κρίθηκε ότι η συνέχιση της κατάργησης των δώρων δεν παραβιάζει ούτε το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος ούτε τις συνταγματικές προβλέψεις περί διάκρισης των εξουσιών και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.

Το Μισθοδικείο αποτελείται ακόμη από τους: Χρήστο Λιάκουρα, σύμβουλο Επικρατείας, Ελένη Σκορδά, σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Γεώργιο Λέκκα, Θεόδωρο Παπακυριάκου, Χριστίνα Κουντούρη, Γεώργιο Μπούρα και Θεόδωρο Γεωργάκη.

Η απόφαση εκδόθηκε επί αγωγής δικαστή, ο οποίος υποστήριζε ότι το Δημόσιο παρανόμως δεν του κατέβαλε τα επιδόματα εορτών και άδειας για το διάστημα από 1.1.2021 έως 31.10.2023.

Exit mobile version