Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: Ένας τοκετός – δύο κηδείες

Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: Ένας τοκετός – δύο κηδείες

Το δημογραφικό πρόβλημα παραμένει η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Ο πληθυσμός της χώρας συρρικνώνεται σταθερά με κάθε νέα χρονιά, γεγονός που εγείρει κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον του ελληνικού έθνους.

Η πληθυσμιακή μείωση αγγίζει καίρια την εθνική ασφάλεια, την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας – που βασίζεται σε εργατικό δυναμικό, καταναλωτές και παραγωγική δραστηριότητα – αλλά και τη συνοχή του κοινωνικού ιστού.

Το 2024 οι γεννήσεις που καταγράφηκαν εντός της επικράτειας δεν ξεπέρασαν τις 69.675, ενώ την ίδια χρονιά σημειώθηκαν 128.259 θάνατοι. Την προηγούμενη χρονιά, το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, πραγματοποιήθηκαν 71.258 γεννήσεις και 127.215 θάνατοι. Στην αρχή της χιλιετίας οι γεννήσεις και οι θάνατοι βρίσκονταν περίπου στο ίδιο επίπεδο, με 100.000 ετησίως.

Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, περίπου 400.000 ασφαλισμένοι αποχώρησαν από την αγορά εργασίας, λαμβάνοντας σύνταξη. Αν και την περίοδο 2022-2025, λόγω της πανδημίας, περίπου 300.000 νέοι εργαζόμενοι εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας, πρόκειται κατά κύριο λόγο για καθυστερημένες εισροές και όχι για φρέσκες δυνάμεις.

Το ποσοστό της ανεργίας δεν φαίνεται να μειώνεται επειδή αυξάνεται ο αριθμός των απασχολούμενων, αλλά επειδή λιγοστεύουν όσοι αναζητούν εργασία – ένδειξη φθίνουσας προσφοράς εργασίας.

Ήδη από το τρέχον έτος καταγράφονται σοβαρές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, τόσο σε τομείς χαμηλής ειδίκευσης όπως η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός, όσο και σε κλάδους που απαιτούν εξειδίκευση άνω του μέσου όρου.

Η φυγή νέων στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το λεγόμενο brain drain, όχι μόνο δεν έχει ανακοπεί, αλλά η γενιά αυτή προχωρά πλέον στη δημιουργία οικογενειών στο εξωτερικό, με την επόμενη γενιά να γεννιέται εκτός συνόρων.

Υπολογίζεται ότι σε ετήσια βάση περίπου 7.000 με 8.000 παιδιά δεύτερης γενιάς Ελλήνων γεννιούνται στο εξωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή στην Ελλάδα γεννιούνται γύρω στις 6.000 παιδιά μεταναστών.

Η απουσία τόσο εργαζομένων με βασικές δεξιότητες όσο και εξειδικευμένων επιστημόνων περιορίζει τις δυνατότητες της χώρας να εξελιχθεί τεχνολογικά και να εισέλθει σε νέα παραγωγικά στάδια.

Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών αλλά και οι μελέτες που εκπονήθηκαν την περίοδο της κρίσης, προκειμένου να υπολογιστούν οι ανάγκες για συντάξεις και υπηρεσίες υγείας, δείχνουν μια εφιαλτική πορεία. Από τα 10,9 εκατομμύρια κατοίκους που είχε η Ελλάδα το 2015, ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 8 εκατομμύρια έως το 2050 – μια μείωση σχεδόν τριών εκατομμυρίων μέσα σε 35 χρόνια.

Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, το πολιτικό σύστημα φαίνεται να ασχολείται ελάχιστα με το ζήτημα. Οι κυβερνητικές δράσεις περιορίζονται κυρίως σε εφάπαξ επιδόματα τοκετού, τα οποία αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να αντιστρέψουν τις δημογραφικές τάσεις (2.400 ευρώ για το πρώτο παιδί, 2.700 για το δεύτερο, 3.000 για το τρίτο και 3.500 ευρώ για τέσσερα ή περισσότερα παιδιά).

Οι οικογένειες χρειάζονται σταθερή υποστήριξη και μακροχρόνιες πολιτικές. Όμως, όλοι οι βασικοί κοινωνικοοικονομικοί δείκτες επιδεινώνονται και οι απαραίτητες υποδομές συρρικνώνονται:

Η κυβερνητική πολιτική φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη έμφαση:

  1. Στη διατήρηση χαμηλών μισθών, ως μέσο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, γεγονός που όμως αποθαρρύνει τη δημιουργία οικογένειας και οδηγεί σε περαιτέρω μετανάστευση εξειδικευμένου προσωπικού.
  2. Στη χορήγηση «χρυσής βίζας» για προσέλκυση επενδυτών, που όμως συμβάλλει στην επιδείνωση του στεγαστικού ζητήματος.
  3. Στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, σε βάρος των κοινωνικών και δημόσιων υπηρεσιών.
  4. Στην προώθηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της αναβάθμισης των κολλεγίων, την ώρα που η δημόσια εκπαίδευση αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, στη χειρότερη ίσως περίοδο της μεταπολεμικής ιστορίας της.
Exit mobile version