Η Νέα Δημοκρατία αναμένεται να προτείνει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, καλύπτοντας το χρονικό διάστημα από την ίδρυσή του το 1998 έως και σήμερα.
Την απόφαση αυτή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη γνωστοποίησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών. Ο κ. Μαρινάκης επεσήμανε πως στόχος της επιτροπής είναι η σε βάθος διερεύνηση όλων των παραμέτρων της υπόθεσης, «χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες», όπως είπε, με σκοπό την πλήρη διαλεύκανση και διαφάνεια για το σύνολο της λειτουργίας του οργανισμού.
Στελέχη της κυβέρνησης ερμηνεύουν τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία ως αιφνιδιαστική κίνηση από το Μαξίμου. Η κυβέρνηση καλεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνταχθούν υπέρ της πρότασης, ενώ ξεκαθαρίζει πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής.
Ωστόσο, η απόφαση αυτή εκτιμάται πως αποσκοπεί στην προστασία των πρώην υπουργών Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη, περιορίζοντας τις ευθύνες τους στο πολιτικό επίπεδο. Άλλωστε, οι δύο πρώην υπουργοί είχαν προειδοποιήσει ότι δεν θα συναινούσαν σε προανακριτική διαδικασία, αποκλείοντας το ενδεχόμενο παραπομπής τους στο δικαστικό συμβούλιο.
Την περασμένη εβδομάδα, πληροφορίες ήθελαν το Μαξίμου να προσανατολίζεται σε λύση προανακριτικής με ηπιότερο κατηγορητήριο, αλλά φαίνεται πως οι σχετικές επαφές δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο κ. Μαρινάκης, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο να υποχώρησε η κυβέρνηση υπό τις πιέσεις των δύο πρώην υπουργών, δήλωσε ότι η κυβέρνηση «δεν φοβάται τίποτα» και υπενθύμισε πως είναι η πρώτη φορά που πρώην υπουργοί υπόκειται σε τέτοιες διαδικασίες, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ποινική ενοχή.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επέμεινε πως η επιλογή της εξεταστικής δεν αποτελεί συγκάλυψη, καθώς θα υπάρξει πλήρης διαλεύκανση μέσω καταθέσεων και ερωτήσεων στους μάρτυρες, αφήνοντας αιχμές για όσους δεν έπραξαν τίποτα όσο βρίσκονταν στην εξουσία.
Ωστόσο, ο ίδιος κλήθηκε να εξηγήσει γιατί επιλέγεται η εξεταστική, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε υποβαθμίσει τη διαδικασία αυτή, αναφερόμενος στη σύσταση αντίστοιχης επιτροπής για τα Τέμπη ως «μία από τις χειρότερες στιγμές του κοινοβουλίου». Ο κ. Μαρινάκης παραδέχθηκε ότι το πολιτικό σύστημα δεν έχει σταθεί στο ύψος των περιστάσεων στις εξεταστικές, αλλά εξέφρασε την ελπίδα αυτή τη φορά να αποτελέσει εξαίρεση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη αναθεώρησης του σχετικού πλαισίου κατά τη συνταγματική αναθεώρηση.
Ως προς τη σκοπιμότητα της εξεταστικής, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε ότι πρόκειται για έναν οργανισμό που διαχειρίζεται ενισχύσεις ύψους 2,5 δισ. ευρώ ετησίως και επιβλήθηκαν στη χώρα πρόστιμα άνω των 2,7 δισ. ευρώ από το 1998, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη διερεύνηση όλων των διοικητικών και πολιτικών ενεργειών.
Η επιτροπή, όπως εξήγησε, θα εστιάσει στις ενέργειες των διοικήσεων, στις εισηγήσεις τους προς τις πολιτικές ηγεσίες, στη διαχείριση των «κόκκινων» ΑΦΜ που προέκυπταν από τους διασταυρωτικούς ελέγχους, στον ρόλο του Τεχνικού Συμβούλου και στις αδυναμίες του εσωτερικού ελέγχου.
Ειδική μνεία έγινε στην περίφημη «τεχνική λύση» που υιοθετήθηκε διαχρονικά για τις επιδοτήσεις κτηνοτρόφων, καθώς και στην καθυστέρηση υλοποίησης των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης και τη διασύνδεσή τους με το δασολόγιο, το κτηματολόγιο και τα ψηφιακά εργαλεία του οργανισμού.
Τέλος, σημειώθηκε ότι τα στοιχεία που εστάλησαν στη Βουλή από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τους δύο πρώην υπουργούς δεν πληρούν τις συνταγματικές προϋποθέσεις για τη σύσταση προανακριτικής, καθώς δεν υπάρχουν ποινικές διώξεις για τα μη πολιτικά πρόσωπα.
Ο κ. Μαρινάκης κατέληξε καλώντας τα κόμματα να υπερψηφίσουν τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, προκειμένου να ερευνηθούν όλες οι πτυχές από το 1998 έως σήμερα, «χωρίς καμία σκιά συγκάλυψης», ώστε να υπάρξει ουσιαστική κάθαρση και να ενισχυθεί η διαφάνεια στη διαχείριση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων.