Ύστερα από πολύμηνες, έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κορυφαίων εμπορικών αξιωματούχων τους, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξαν σε μία προκαταρκτική εμπορική συμφωνία – την παραμονή κιόλας της επόμενης κρίσιμης φάσης των συνομιλιών της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο.
Η κατ’ ιδίαν επαφή των ηγετών των δύο πλευρών αποδείχθηκε καθοριστική για να επιτευχθεί τελικά η συμφωνία της Κυριακής — μια εξέλιξη που έχει επαναληφθεί σε αρκετές εμπορικές διαπραγματεύσεις υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και αυτή τη φορά έπαιξε αποφασιστικό ρόλο όταν οι διαπραγματεύσεις έμοιαζαν σε τέλμα.
Η συμφωνία χαρακτηρίζεται στρατηγικής σημασίας για τα δύο μέρη, δεδομένου ότι χιλιάδες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας εξαρτώνται από αυτό που η ΕΕ περιγράφει ως «τη μεγαλύτερη διμερή εμπορική και επενδυτική σχέση στον πλανήτη».
Από πλευράς Ουάσιγκτον, η κυβέρνηση Τραμπ τη χαρακτηρίζει «μεγάλη επιτυχία» – και πράγματι σε αρκετά επίπεδα είναι. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτη ήττα για την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
«Όλος ο ευρωπαϊκός Τύπος σήμερα αποθεώνει τον πρόεδρο για τη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε για λογαριασμό των Αμερικανών», έγραψε ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, JD Vance, στην πλατφόρμα Χ.
«Αύριο τα αμερικανικά ΜΜΕ πιθανότατα θα γράφουν τίτλους όπως: “Ο Τραμπ πήρε μόνο το 99,9% όσων ζήτησε”», πρόσθεσε με ειρωνική διάθεση.
Η πλευρά των Βρυξελλών
Από ευρωπαϊκής πλευράς, η μοναδική παρηγοριά είναι ότι οι τελικοί δασμοί των ΗΠΑ θα διαμορφωθούν στο 15%, πολύ χαμηλότερα από το 30% που αρχικά είχε προαναγγείλει ο Τραμπ.
Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή συνιστά συμβιβασμό, καθώς η αρχική στόχευση της ΕΕ ήταν η πλήρης κατάργηση των δασμών. Η σύγκριση με τη συμφωνία του Λονδίνου, που διασφάλισε επιβάρυνση 10%, προκαλεί αμηχανία.
Η Κομισιόν μπορεί να επικαλεστεί εξαιρέσεις σημαντικών εξαγωγών από τις επιβαρύνσεις, όπως στον τομέα του φαρμάκου και των μικροτσίπ.
Επίσης, οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες θα υπόκεινται πλέον σε δασμούς 15%, αντί του 25% που είχε τεθεί σε ισχύ από τον Απρίλιο.
Παράλληλα, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι «η ΕΕ ανοίγει τις αγορές της με μηδενικούς δασμούς» για αμερικανικά προϊόντα.
Ωστόσο, ο χάλυβας και το αλουμίνιο από την Ευρώπη εξακολουθούν να επιβαρύνονται με δασμούς 50% κατά την εισαγωγή τους στις ΗΠΑ.
«Η ΕΕ δεν είχε πολλά περιθώρια. Ήταν σε δύσκολη θέση. Ο Τραμπ ήταν αμετακίνητος και τελικά υπήρξε συμφωνία στο 15%. Δεν είναι καλή μέρα για το διεθνές εμπόριο, αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα», δήλωσε στο BBC ο Τζον Κλαρκ, πρώην διαπραγματευτής της ΕΕ.
Η προετοιμασία για τα αντίποινα
Οι Βρυξέλλες επί εβδομάδες προσπαθούσαν να δείξουν αποφασιστικότητα, επεξεργαζόμενες μέτρα αντιποίνων που θα στόχευαν αμερικανικά προϊόντα αξίας 100 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, είχε διαρρεύσει και αναλυτικός κατάλογος 217 σελίδων με πιθανά προϊόντα προς επιβάρυνση – από τρόφιμα έως εξαρτήματα αεροσκαφών και ουίσκι.
Ωστόσο, η συγκυρία για μια σύγκρουση δεν ήταν ευνοϊκή. Η οικονομική ανάκαμψη στην ΕΕ παραμένει εύθραυστη, και μόλις πριν λίγες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, κάνοντας λόγο για «περιβάλλον ιδιαίτερα ασταθές λόγω των εμπορικών συγκρούσεων».
Η συμφωνία παρέχει έναν βαθμό προβλεψιμότητας, και η Επιτροπή έκρινε ότι αυτό αξίζει το κόστος, ακόμη κι αν η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων πληγεί από τις επιβαρύνσεις.
Στο παρασκήνιο, παραμένει ο προβληματισμός για την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στον τομέα της άμυνας. Η ανησυχία πως ο Τραμπ θα μπορούσε να αναστείλει την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, να αποσύρει δυνάμεις από την ευρωπαϊκή ήπειρο ή ακόμα και να αμφισβητήσει τη δέσμευση στο ΝΑΤΟ, δεν απουσίαζε από τις σκέψεις των διαπραγματευτών.
Η συμφωνία ενισχύει και το εσωτερικό αφήγημα του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος μόλις είχε κλείσει ανάλογη εμπορική συμφωνία με την Ιαπωνία και πλέον προσθέτει άλλη μία επιτυχία στο ενεργητικό του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του προηγούμενου έτους, η νέα συμφωνία αναμένεται να αποφέρει 90 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ από δασμούς.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ δεσμεύεται να αγοράσει ενέργεια και στρατιωτικό υλικό από τις ΗΠΑ, με το συνολικό τίμημα να φτάνει τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια.
«Η ΕΕ θα επενδύσει 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ, περιλαμβανομένου στρατιωτικού εξοπλισμού, και θα δαπανήσει 750 δισ. για αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα», δήλωσε ο Τραμπ.
Τα «αγκάθια» στις συνομιλίες
Η συμφωνία καταγράφεται ως σημαντική καμπή στις διατλαντικές σχέσεις, αλλά η πορεία προς αυτήν ήταν κάθε άλλο παρά ομαλή.
Οι διαβουλεύσεις υπήρξαν ιδιαίτερα απαιτητικές, με τις δύο πλευρές να επιδιώκουν οπωσδήποτε να καταλήξουν σε αποτέλεσμα πριν την 1η Αυγούστου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ για χρόνια κατηγορούσε την Ευρώπη για «άδικες εμπορικές πρακτικές».
Η μία βασική του ένσταση αφορά το εμπορικό ισοζύγιο — πέρυσι, οι ΗΠΑ εισήγαγαν από την ΕΕ προϊόντα αξίας 236 δισ. δολαρίων περισσότερα από όσα εξήγαγαν.
Κατά τον Τραμπ, αυτό σημαίνει «διαρροή πλούτου από την Αμερική χωρίς ανταπόδοση». Αν και το παγκόσμιο εμπόριο είναι πολύπλοκο, αυτή η προσέγγιση καθοδηγεί τη στρατηγική του.
Η δεύτερη ένστασή του σχετίζεται με τη δυσκολία εισόδου των αμερικανικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά, λόγω του αυστηρού κανονιστικού πλαισίου.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραδέχτηκε την ανάγκη εξισορρόπησης:
«Πρέπει να το εξισορροπήσουμε. Έχουμε εξαιρετική εμπορική σχέση και τεράστιο όγκο συναλλαγών. Θα την κάνουμε πιο βιώσιμη.»
Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώνει τη σημασία που αποδίδει η αμερικανική προεδρία στον επαναπροσδιορισμό των διεθνών εμπορικών της σχέσεων.
Και ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση – λόγω της σύνθετης δομής της – αποτέλεσε μία από τις πιο δύσκολες συνομιλίες, δεν ήταν η μόνη.
Η Ουάσιγκτον έχει ήδη προχωρήσει σε αντίστοιχες εμπορικές ρυθμίσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και την Ινδονησία.
Σειρά παίρνουν πλέον οι τρεις βασικοί εμπορικοί της εταίροι — Καναδάς, Μεξικό και Κίνα.
Επόμενος σταθμός: Στοκχόλμη
Σήμερα, Δευτέρα, ξεκινούν στη Σουηδία οι επαφές ΗΠΑ και Κίνας, με στόχο την αναστολή επιπλέον δασμών για περίοδο 90 ημερών.
Ο Τραμπ εμφανίζεται αισιόδοξος: «Τα πάμε πολύ καλά με την Κίνα», ανέφερε πρόσφατα, εκτιμώντας ότι έχουν ξεπεραστεί κρίσιμα εμπόδια όπως εκείνο των σπάνιων γαιών.
Αν υπάρξει συμφωνία με το Πεκίνο, θα πρόκειται για άλλη μία εξέλιξη που θα ενισχύσει τη σταθερότητα στην παγκόσμια οικονομία.
Σε διαφορετική περίπτωση, ο κίνδυνος για νέες αναταράξεις στις διεθνείς αγορές τους προσεχείς μήνες παραμένει υπαρκτός.