Η γκρελίνη και η λεπτίνη είναι δύο σημαντικές ορμόνες που συμμετέχουν στη ρύθμιση της πείνας και του κορεσμού. Η γκρελίνη παράγεται από τα κύτταρα του στομάχου και έχει ως ρόλο να δώσει σήμα στον εγκέφαλο πόσο καιρό έχουμε μείνει χωρίς φαγητό. Ανεβαίνοντας τα επίπεδα γκρελίνης στο αίμα, αυξάνεται η όρεξή μας, ενώ όταν τρώμε, η γκρελίνη μειώνεται και ο εγκέφαλος μας σταματά να μας λέει ότι πεινάμε. Αποτελεί έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το σωματικό βάρος και την όρεξη.
Από την άλλη πλευρά, η λεπτίνη παράγεται από τα λιπώδη κύτταρα και έχει ρόλο στην καταστολή της πείνας. Αποτελεί την ορμόνη του κορεσμού και δίνει σήμα στον εγκέφαλο ότι έχουμε επαρκή αποθέματα ενέργειας. Η λεπτίνη βοηθάει να περιοριστεί η πρόσληψη τροφής και να αυξηθεί η ενεργειακή δαπάνη μέσω της άσκησης. Όταν τα λιπώδη κύτταρα είναι γεμάτα, η λεπτίνη σταματά την πρόσληψη τροφής.
Η αντίσταση στη λεπτίνη είναι μια κατάσταση όπου ο εγκέφαλος δεν ανταποκρίνεται σωστά στην ορμόνη, προκαλώντας υψηλά επίπεδα λεπτίνης αλλά ταυτόχρονα την αίσθηση της ανάγκης για περισσότερη τροφή. Μια συνδυασμένη προσέγγιση διατροφής και άσκησης μπορεί να βοηθήσει στην αναστροφή της αντίστασης στη λεπτίνη και στην επαναφορά της ανταπόκρισης του σώματος στην ορμόνη. Επίσης, μελέτες έχουν δείξει ότι ο συνδυασμός διατροφής και άσκησης οδηγεί σε μόνιμη απώλεια βάρους.
Συνολικά, η κατανόηση της λειτουργίας της γκρελίνης και της λεπτίνης, μαζί με άλλες ορμόνες, είναι σημαντική για την ανάπτυξη θεραπειών κατά της παχυσαρκίας και άλλων συναφών παθήσεων.
