Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P επιβεβαίωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒΒ, διατηρώντας σταθερές τις προοπτικές της. Η αξιολόγηση αυτή έρχεται λίγους μήνες μετά την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα τον περασμένο Απρίλιο.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του οίκου, από το 2023 η Ελλάδα καταγράφει ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, με μέσο όρο 3,4% του ΑΕΠ. Ο S&P εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα και το 2025, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, καθιστώντας τη μία από τις ελάχιστες ανεπτυγμένες χώρες που μειώνουν το δημόσιο χρέος τους σε απόλυτους αριθμούς για δεύτερο συνεχές έτος.
Παρά τις εξωτερικές ανισορροπίες, ο οίκος θεωρεί πως η συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και η συμμόρφωσή της με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ λειτουργούν ως ασπίδα απέναντι σε ενδεχόμενα σοκ στο ισοζύγιο πληρωμών. Οι οικονομικές προοπτικές χαρακτηρίζονται ισχυρές, με ώθηση από τα επενδυτικά προγράμματα και την αυξημένη ζήτηση στον τουρισμό.
Ο S&P επισημαίνει ότι οι δημοσιονομικοί δείκτες δείχνουν μια ακόμη χρονιά υπέρβασης των στόχων του προϋπολογισμού, καθώς η συγκράτηση των δαπανών συνδυάζεται με αύξηση των εσόδων από τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, τη δυναμική της αγοράς εργασίας και τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF). Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τον οίκο, φαίνεται σε τροχιά νέας υπέρβασης των στόχων, ενώ αναμένεται ότι τα δημόσια οικονομικά θα παραμείνουν σε θετική πορεία τα επόμενα χρόνια, με πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ για φέτος και μικρό έλλειμμα κατά μέσο όρο 0,6% την περίοδο 2026-2028.
Παρά τη διεθνή αβεβαιότητα, η ελληνική οικονομία διατηρεί ανθεκτικότητα. Αν και η βιομηχανική παραγωγή παρέμεινε στάσιμη λόγω της χαμηλής ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, τα τουριστικά έσοδα έως τον Ιούλιο αυξήθηκαν κατά 12,5% σε σχέση με το 2024. Η πιστωτική επέκταση ενισχύθηκε, ιδίως προς τις επιχειρήσεις, ενώ η άνοδος στις τιμές των ακινήτων και των μετοχών συνέβαλε στην αύξηση της κατανάλωσης και των λιανικών πωλήσεων.
Ο S&P προβλέπει άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,1% για το 2025, με ώθηση από τη σταδιακή ανάκαμψη της βιομηχανίας και τη βελτίωση των εμπορικών σχέσεων ΕΕ–ΗΠΑ. Η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των πραγματικών μισθών αναμένεται να στηρίξουν περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση.
Ο οίκος εκτιμά ότι το πρόγραμμα NextGenerationEU βαδίζει προς την ολοκλήρωσή του, αλλά δεν προβλέπεται απότομη πτώση των επενδύσεων. Οι προθεσμίες για τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης λήγουν το δεύτερο εξάμηνο του 2026, ωστόσο η σταδιακή εκταμίευση των κονδυλίων θα διασφαλίσει ομαλή μετάβαση. Επιπλέον, ο νέος προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2028–2034 αναμένεται να στηρίξει νέους επενδυτικούς στόχους για την Ελλάδα.
Παρά τις θετικές προοπτικές, ο S&P υπενθυμίζει ότι η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εξωτερικές αδυναμίες, με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να παραμένει αρνητικό. Ωστόσο, η ενίσχυση των τουριστικών εσόδων, η μείωση των τιμών πετρελαίου και οι χαμηλότερες πληρωμές τόκων συμβάλλουν στη σταδιακή βελτίωση της εικόνας.
Τέλος, ο οίκος προβλέπει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,2% για την περίοδο 2025–2026, τροφοδοτούμενο από επενδύσεις και κατανάλωση, προτού αρχίσει η επιβράδυνση μετά τη λήξη των προγραμμάτων του RRF. Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται έχουν καταστήσει την οικονομία πιο βιώσιμη, αν και ζητήματα όπως η απονομή δικαιοσύνης και οι δημογραφικές πιέσεις συνεχίζουν να αποτελούν προκλήσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη.