Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο σπουδαίος τραγουδοποιός, στιχουργός και ερμηνευτής που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι και τον πολιτισμό. Ο εμβληματικός καλλιτέχνης κατέληξε στις 21:10 το βράδυ της Τρίτης 21 Οκτωβρίου, έπειτα από ανακοπή καρδιάς. Νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Υγεία από την Παρασκευή.
Σε ανάρτηση της οικογένειάς του στο Facebook αναφέρεται: «Ο πολυαγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς και τραγουδοποιός έφυγε απόψε Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025. Λεπτομέρειες για τον αποχαιρετισμό του θα ανακοινωθούν τις επόμενες ώρες». Υπογράφουν η σύζυγός του Άσπα, τα παιδιά τους Κορνήλιος, Ρωμανός και Αγγέλλα, και τα εγγόνια του Διονύσης και Ανδρέας.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, με οικογενειακές ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη, ο Σαββόπουλος επηρεάστηκε από μικρός από την ανατολίτικη κουλτούρα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όμως σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική, μετακομίζοντας το 1963 στην Αθήνα.
Η καριέρα του απογειώθηκε από τα πρώτα του βήματα. Από το 1963 παρουσίαζε τραγούδια σε στίχους και μουσική δική του, διαμορφώνοντας ένα νέο μουσικό ύφος που συνέδεσε τη λαϊκή παράδοση με τα διεθνή ρεύματα. Με έργα όπως το «Φορτηγό», το «Περιβόλι του Τρελλού», το «Μπάλλος», το «Βρώμικο Ψωμί», τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια έξω», καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Αυτόνομος, ευρηματικός και πολυσχιδής, σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις του, ανακαλύπτοντας πρωτότυπους χώρους και μετατρέποντάς τους σε μουσικές σκηνές. Ανάμεσα στις πιο εμβληματικές του συναυλίες ξεχωρίζει εκείνη στο Ολυμπιακό Στάδιο το 1983 και η μεγαλειώδης εμφάνιση στο Καλλιμάρμαρο το 2017, που συγκέντρωσε περισσότερους από 60.000 θεατές.
Ο Σαββόπουλος υπήρξε πρωτοπόρος δημιουργός και ταυτόχρονα ζωντανός φορέας της ελληνικής γλώσσας και μουσικότητας. Το έργο του διδάσκεται στα σχολεία και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ στίχοι του έχουν μεταφραστεί και μελετηθεί διεθνώς.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967, για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Όπως είχε δηλώσει αργότερα: «Μπορεί να ήμουν κλεισμένος, αλλά μέσα μου ένα φως έγραφε τραγούδια».
Η δισκογραφία του περιλαμβάνει 14 κύκλους τραγουδιών, ζωντανές ηχογραφήσεις, αλλά και συνεργασίες με σημαντικούς καλλιτέχνες. Έγραψε μουσική για θέατρο, Επίδαυρο και κινηματογράφο, ενώ το 1976 τιμήθηκε με βραβείο μουσικής για το Happy Day του Παντελή Βούλγαρη, το οποίο ωστόσο αρνήθηκε να παραλάβει.
Παρουσίασε τηλεοπτικές εκπομπές όπως το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» και ανέδειξε νέους καλλιτέχνες μέσα από την παραγωγή και την υποστήριξή του. Παράλληλα, εξέδωσε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και προσωπικά του κείμενα, ενώ τον Ιανουάριο του 2025 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό του έργο Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, μια εξομολόγηση γεμάτη μνήμες και στοχασμούς για τη ζωή, την τέχνη και τη γενιά του.
Ο «Νιόνιος» παρέμεινε μέχρι το τέλος πολιτικά ενεργός, σχολιαστής της κοινωνίας, αλλά και βαθιά στοχαστικός δημιουργός. Όπως είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις: «Η δημοκρατία πρέπει να βρει το σύγχρονό της αφήγημα. Θα το κάνει. Εμείς θα το κάνουμε».