Άγρια κόντρα ΗΠΑ – Κίνας για το λιμάνι του Πειραιά

Άγρια κόντρα ΗΠΑ – Κίνας για το λιμάνι του Πειραιά

Μεγάλη αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας ξέσπασε γύρω από το λιμάνι του Πειραιά, με την ελληνική κυβέρνηση να βρίσκεται ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει με κάθε τρόπο να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ και να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα έχει προτεραιότητα έναντι της Τουρκίας στα οικονομικά – και κατ’ επέκταση διπλωματικά – σχέδια της Ουάσινγκτον στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι συμφωνίες για το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) αλλά και η συμμετοχή της Chevron στις έρευνες νοτίως της Κρήτης έφεραν πιο κοντά Αθήνα και Ουάσινγκτον. Ωστόσο, οι ΗΠΑ ασκούν πίεση για απομάκρυνση της Cosco από το λιμάνι του Πειραιά.

Η αμερικανική πίεση έχει ενταθεί λόγω του εμπορικού πολέμου που έχει κηρύξει ο Τραμπ, στο πλαίσιο του οποίου η Ουάσινγκτον επιδιώκει να μειώσει το διεθνές δίκτυο κινεζικών λιμανιών. Ωστόσο, εδώ και χρόνια όχι μόνο οι ΗΠΑ, αλλά και Ευρωπαίοι εταίροι – όπως η Γερμανία – έθεταν θέμα κινεζικής παρουσίας στον Πειραιά προς διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.

Ακόμη και στα χρόνια των μνημονίων, η Αθήνα αντιστεκόταν στις πιέσεις αυτές. Ο λόγος δεν ήταν μόνο οι υπογεγραμμένες συμβάσεις που δεν μπορούσαν να παραβιαστούν, αλλά και το γεγονός ότι η παρουσία της COSCO στον Πειραιά αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% του ελληνικού ΑΕΠ.

Το ιστορικό της παρουσίας της COSCO στον Πειραιά
Η πρώτη συμφωνία με την COSCO για την παραχώρηση του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΠ υπογράφηκε από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή στα τέλη του 2008, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό στον οποίο δεν υπήρξε ενδιαφέρον από άλλους μεγάλους επενδυτές. Η Cosco προσέφερε 4,3 δισεκατομμύρια ευρώ για περίοδο 35 ετών.

Η συμφωνία αυτή ήταν το αποτέλεσμα μακρών διαβουλεύσεων που ξεκίνησαν με την επίσκεψη Καραμανλή στο Πεκίνο το 2006, καθώς η τότε κυβέρνηση αναζητούσε επενδύσεις πέρα από τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους.

Η συμφωνία με την COSCO και η πολιτική των αγωγών με τη Ρωσία ήταν δύο βασικές επιλογές αυτής της περιόδου, οι οποίες είχαν προκαλέσει δυσαρέσκεια στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, ενώ η συνεργασία με τη Ρωσία ατόνησε, όλες οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις συνέχισαν τη συνεργασία με την COSCO, λόγω των σημαντικών εσόδων που παρήγαγε. Ακόμη και ο Γιώργος Παπανδρέου, που είχε συμμετάσχει στις διαδηλώσεις κατά της συμφωνίας, τελικά δεν την ανέτρεψε.

Με τα μνημόνια, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου αγνόησε πιέσεις και της τρόικας για απομάκρυνση των Κινέζων, ενώ το 2014 επέκτεινε τη συμφωνία. Ο Αντώνης Σαμαράς δήλωνε το 2013 ότι η Ελλάδα «μπορεί να γίνει πύλη εμπορίου της Κίνας προς την Ευρώπη».

Το 2016, η κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα προχώρησε στην παραχώρηση του 67% του ΟΛΠ στην COSCO, με συνολική αξία συμφωνίας 1,5 δισ. ευρώ και παραχώρηση για 35+5 χρόνια.

Δεσμευμένη η Αθήνα μέχρι το 2052
Με βάση τις συμβάσεις, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να απομακρύνει την COSCO μέχρι το 2052 χωρίς τεράστιες ρήτρες και τον κίνδυνο πλήρους ρήξης με μια ανερχόμενη υπερδύναμη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και οι προκάτοχοί του από το 2009 και μετά, συνέχισε τη συνεργασία με την COSCO. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε υποσχεθεί ταχεία έγκριση του master plan της εταιρείας, κάτι που υλοποιήθηκε.

Τον Νοέμβριο του 2019, ως πρωθυπουργός, επισκέφθηκε την έδρα της εταιρείας στη Σαγκάη και δήλωσε ότι στόχος είναι ο Πειραιάς να γίνει το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης. Σημειώνεται ότι ήδη το λιμάνι βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ευρώπη στην κρουαζιέρα και στην τρίτη στη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων.

“Είμαστε μία κυβέρνηση που σέβεται τις συμφωνίες”
Οι αμερικανικές πιέσεις προς την Αθήνα δεν είχαν σταματήσει ποτέ, αλλά μετά την επανεκλογή Τραμπ έχουν ενταθεί και τους τελευταίους μήνες κορυφώνονται. «Είμαστε μια κυβέρνηση που σέβεται τις συμφωνίες που έχουν συνάψει προηγούμενες κυβερνήσεις», δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης στη συζήτησή του με την αρχισυντάκτρια της Wall Street Journal, Έμα Τάκερ, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 24 Σεπτεμβρίου.

Τόνισε ότι η συμφωνία έγινε στην περίοδο της κρίσης και τότε οι Κινέζοι ήταν οι μόνοι που κατέθεσαν προσφορά. Επιπλέον υποστήριξε ότι μετά τη συμφωνία αυτή δεν υπήρξαν άλλες κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα.

Το ίδιο επιχείρημα φέρεται να χρησιμοποίησε και στη νέα πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκιλφόιλ.

Οι δηλώσεις Γκιλφόιλ και η αντίδραση της Κίνας
Η κ. Γκιλφόιλ άφησε να εννοηθεί ότι η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να αναζητά τρόπο για να περιορίσει την κινεζική επιρροή στον Πειραιά. «Είναι ατυχές, αλλά νομίζω πως υπάρχουν τρόποι να παρακαμφθεί, να βρεθεί λύση», είπε στον Ant1.

Ωστόσο, πώς μπορεί η Αθήνα να απομακρύνει την COSCO όταν υπάρχουν μακροχρόνιες συμβάσεις, τεράστια οικονομικά οφέλη και όταν έως και το 70% των φορτίων ελληνικών εφοπλιστικών εταιρειών αφορά κινεζικά προϊόντα;

Η κινεζική πρεσβεία αντέδρασε έντονα, κάνοντας λόγο για «σοβαρή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας» και για «ψυχροπολεμική νοοτροπία και λογική ηγεμονισμού». Κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «με ιδιοτελείς προθέσεις υποκινούν την Ελλάδα να τερματίσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις και να πουλήσει το λιμάνι».

Υπενθύμισε επίσης ότι «όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε κρίση χρέους, η Κίνα έτεινε χείρα βοηθείας», ενώ τόνισε πως «το λιμάνι του Πειραιά ανήκει για πάντα στον ελληνικό λαό και δεν πρέπει να γίνει θύμα γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων».

Η κυβέρνηση δεν σχολιάζει δημόσια τη σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας. Ωστόσο, καθώς δεν μπορεί να ανατρέψει τη σύμβαση του Πειραιά, φαίνεται πως προσφέρει στους Αμερικανούς ως αντιστάθμισμα την Ελευσίνα – και πιθανόν στη συνέχεια και άλλα λιμάνια.

Προχθές, ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος συναντήθηκε με την κ. Γκιλφόιλ και ανακοίνωσε νομοθετική πρωτοβουλία που επιτρέπει στην ΟΝΕΧ —χρηματοδοτούμενη από την αμερικανική DFC— να επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε εμπορικό, διαμετακομιστικό, ενεργειακό και αμυντικό τομέα.

Η ρύθμιση θα ψηφιστεί στις 27 Νοεμβρίου και αφορά όχι μόνο τα υπάρχοντα ναυπηγεία, αλλά και επιπλέον 400 στρέμματα δίπλα στο κύριο λιμάνι της Ελευσίνας, με στόχο να μετατραπεί σε «αντίπαλο δέος» του Πειραιά.

Η κυβέρνηση προβάλει την εξέλιξη αυτή ως απάντηση σε εσωκομματική κριτική. «Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους ισχυρίζονταν ότι η νίκη Τραμπ αποτελεί στρατηγική ήττα για τον Μητσοτάκη και ότι ο Ερντογάν κέρδισε τα πάντα», δήλωσε ο εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης (ΣΚΑΪ).

Exit mobile version