Τριάντα χρόνια παρουσίας (1995-2025) συμπληρώνει φέτος το Ελληνοκινεζικό Εμπορικό, Βιομηχανικό, Τουριστικό & Ναυτιλιακό Επιμελητήριο, το οποίο πραγματοποίησε μεγάλη επετειακή εκδήλωση με τίτλο «1995-2025: Γεφυρώνοντας Πολιτισμούς και Δημιουργώντας το Μέλλον στις Ελληνοκινεζικές Επιχειρηματικές Σχέσεις». Κεντρικός ομιλητής ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής.
Ο κ. Καραμανλής στάθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπογραφή της Ολοκληρωμένης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης Ελλάδας – Κίνας το 2006, τονίζοντας ότι αυτή η συμφωνία έθεσε τις διμερείς σχέσεις σε νέα βάση και τους προσέδωσε ουσιαστικό στρατηγικό βάθος.
Αναφέρθηκε επίσης στη συμφωνία του 2008, με την οποία η COSCO ανέλαβε τη λειτουργία και διαχείριση δύο τερματικών σταθμών στο λιμάνι του Πειραιά. Όπως είπε, το λιμάνι του Πειραιά βρίσκεται πλέον στην 8η θέση παγκοσμίως, στην 3η στην Ευρώπη και αποτελεί το μεγαλύτερο της Μεσογείου.
Υπογράμμισε ακόμη ότι, την περίοδο εκείνη, δεν υπήρχε κανένας άλλος διεθνής παίκτης που να έχει δείξει ενδιαφέρον για το λιμάνι, επισημαίνοντας πως η σημερινή προσπάθεια δημιουργίας ανταγωνιστικών υποδομών επιβεβαιώνει την επιτυχία αυτής της επιλογής.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Καραμανλή:
«Αγαπητά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου
και μέλη του Ελληνοκινεζικού Εμπορικού, Βιομηχανικού,
Τουριστικού & Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου,
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε σήμερα. Η επέτειος των 30 χρόνων από την ίδρυση του Ελληνοκινεζικού Επιμελητηρίου σηματοδοτεί μια μακρά πορεία συνεισφοράς στις ελληνοκινεζικές επιχειρηματικές σχέσεις και συμβολής στην επιχειρηματική ανάπτυξη της χώρας μας. Και επικαιροποιεί το γεωπολιτικό όραμα που μοιραζόμαστε για την καθιέρωση της Ελλάδας ως κόμβου ανάπτυξης και συνεργασίας στην περιοχή με την αξιοποίηση όλων των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων.
Σχεδόν πριν από είκοσι χρόνια, Ελλάδα και Κίνα συμφωνήσαμε και καταφέραμε να δώσουμε μία άνευ προηγουμένου δυναμική στις σχέσεις μας. Μέχρι τότε, οι πολιτικές μας επαφές ήταν σποραδικές και οι οικονομικές μας σχέσεις περιορισμένες. Με μια πρώτη ματιά, δεν είναι εμφανές τι ήταν αυτό που έκανε δύο χώρες, τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους και τόσο διαφορετικές από πλευράς μεγέθους, οικονομίας και γεωπολιτικής, αφού η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, να δώσουν τέτοια ώθηση στις σχέσεις τους μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Παρόλα αυτά, το 2006 υπογράψαμε την Ολοκληρωμένη Στρατηγική Εταιρική Σχέση που έθεσε τις ελληνοκινεζικές σχέσεις σε νέα βάση και τους προσέδωσε πραγματικά στρατηγικό χαρακτήρα. Σε αυτό μας βοήθησε και η συγκυρία, αλλά πρωτίστως η σύγκλιση πολιτικής βούλησης και στρατηγικών επιδιώξεων και από τις δύο πλευρές.
Η τυχαία συγκυρία της διαδοχικής διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων από τις δύο χώρες μας μάς οδήγησε στο να έρθουμε πιο κοντά. Το πέρασμα της σκυτάλης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα το 2004 στο Πεκίνο το 2008 μάς έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να συνεργαστούμε πάνω σε ένα θέμα που παρέπεμπε σε ένα κοινό μας χαρακτηριστικό: τον αρχαίο χαρακτήρα των πολιτισμών μας. Κάτι στο οποίο και οι δύο αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία και το οποίο τιμάμε διαχρονικά. Είδαμε τότε την ευκαιρία που παρουσιαζόταν για μια εντατικότερη διμερή προσέγγιση. Το 2005 ιδρύσαμε μια Κοινή Επιτροπή Ολυμπιακής Συνεργασίας με σκοπό τη συνεργασία και την προσφορά προς την Κίνα της τεχνογνωσίας που αποκτήθηκε κατά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Αυτή ήταν η συγκυρία. Όμως, παράλληλα, υπήρξε και η σύμπτωση αλληλοσυμπληρούμενων στρατηγικών επιδιώξεων Ελλάδας και Κίνας. Η κυβέρνησή μας είχε μια πολυδιάστατη προσέγγιση στην εξωτερική της πολιτική, με έμφαση στην οικονομική διπλωματία και με σκοπό να καταστήσουμε την Ελλάδα στρατηγικό κόμβο για την ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας την οδηγούσε να επεκτείνει την οικονομική της επιρροή πέρα από τα σύνορά της και η Ελλάδα επελέγη ως η καταλληλότερη πύλη εισόδου προς τις ευρωπαϊκές αγορές.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της νέας δυναμικής, η κυβέρνησή μας επικεντρώθηκε κυρίως στον τομέα της ναυτιλίας, στο εμπόριο και στον τουρισμό. Ο δυναμικός ναυτιλιακός τομέας μας ήταν το μεγάλο μας συγκριτικό πλεονέκτημα, πάνω στο οποίο μπορούσαν να συναντηθούν τα κύρια συμφέροντα και οι προτεραιότητες των δύο χωρών. Σε αυτό συνέβαλε και η ετοιμότητα να προχωρήσει σε ιδιωτικοποίηση σημαντικών λιμανιών. Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές, ιδιαίτερα εκείνες αγροτικών προϊόντων ποιότητας, όπως το ελαιόλαδο και το κρασί, ήταν κεντρικό σημείο της οικονομικής διπλωματίας μας. Και στον τουρισμό, τη «βαρειά βιομηχανία» της Ελλάδας, είδαμε μια σημαντική ευκαιρία στην αναμενόμενη αύξηση των ταξιδιών από την Κίνα. Και πράγματι, εκείνη την περίοδο άνοιξε ο δρόμος για μια αισθητή ενίσχυση του εμπορίου, των επενδύσεων και των τουριστικών ροών.
Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στην Ολοκληρωμένη Στρατηγική Εταιρική Σχέση που υπογράψαμε το 2006, κατά την επίσκεψή μου στην Κίνα, και στη σημασία της για τη ναυτιλιακή συνεργασία. Κεντρικό στοιχείο της συμφωνίας ήταν η πρόβλεψη πως, με βάση τη σημασία της ναυτιλίας και της ναυπήγησης πλοίων για τις διμερείς σχέσεις, οι δύο χώρες θα προωθούσαν τη συνεργασία ανάμεσα στα λιμάνια και τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις τους. Επιπλέον, θα διευκόλυναν την απευθείας θαλάσσια μεταφορά προϊόντων μέσω των λιμανιών τους προς γειτονικές περιοχές. Στόχος ήταν η Ελλάδα να αποτελέσει βασική πύλη εισόδου κινεζικών προϊόντων στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Ένας δεύτερος στόχος αφορούσε τη δυνατότητα συναρμολόγησης κινεζικών προϊόντων στην Ελλάδα πριν διατεθούν στις ευρωπαϊκές αγορές. Και ο τρίτος στόχος, η μεταφορά τους μέσω ελληνόκτητων πλοίων. Αυτή η πρόβλεψη αποτέλεσε τον προάγγελο της μετέπειτα στενής συνεργασίας στον τομέα της ναυτιλίας.
Ήδη το 2008, η επίσκεψη του Προέδρου Hu Jintao στην Ελλάδα σφράγισε αυτή τη συνεργασία με την υπογραφή συμφωνίας που ανέθεσε στην COSCO τη λειτουργία και διαχείριση δύο τερματικών σταθμών στο λιμάνι του Πειραιά. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις που έγιναν ποτέ στη χώρα. Σήμερα, το λιμάνι του Πειραιά κατατάσσεται ως το 8ο μεγαλύτερο παγκοσμίως, 3ο στην Ευρώπη και πρώτο στη Μεσόγειο, σύμφωνα με πρόσφατους δείκτες. Αξίζει να επισημανθεί ότι τότε δεν είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον από κανέναν άλλο ισχυρό διεθνή φορέα. Το γεγονός ότι σήμερα διαπιστώνεται έντονη δραστηριότητα με στόχο τη δημιουργία ανταγωνιστικών λιμενικών υποδομών αποτελεί την καλύτερη επιβεβαίωση της ορθότητας εκείνης της πολιτικής απόφασης.
Παράλληλα, οι Έλληνες εφοπλιστές αντιλήφθηκαν έγκαιρα τις ευκαιρίες που παρείχε η εξωστρεφής κινεζική ανάπτυξη και η κινεζική ναυπηγική βιομηχανία. Πάνω από το 60% των κινεζικών εισαγωγών μεταφερόταν με ελληνόκτητα πλοία, ενώ περίπου οι μισές εξαγωγές της χώρας ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Επιπλέον, περισσότερα από 400 ελληνόκτητα πλοία ναυπηγήθηκαν στην Κίνα σε διάστημα 10 έως 15 ετών, καθιστώντας τους Έλληνες εφοπλιστές τους σημαντικότερους πελάτες των κινεζικών ναυπηγείων».
