Σε οριακό σημείο βρίσκονται οι ταμιευτήρες που υδροδοτούν την Αττική, καθώς η στάθμη του Μόρνου έχει μειωθεί δραματικά. Ο κίνδυνος λειψυδρίας δεν αποτελεί πλέον θεωρητικό ενδεχόμενο σε επιστημονικές συζητήσεις, αλλά μια απτή πραγματικότητα που οδηγεί τη ΡΑΑΕΥ να θέσει σε «κόκκινο συναγερμό» την Αττική, τη Λέρο και την Πάτμο.
Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι την Πέμπτη το ΔΣ της ΡΑΑΕΥ θα εξετάσει ειδικά την κατάσταση στην Αττική. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η κυβέρνηση, «η κήρυξη έκτακτης ανάγκης βασίζεται στα τελευταία υδρολογικά στοιχεία και στην επιστημονική τεκμηρίωση», τονίζοντας πως μια τέτοια απόφαση επιταχύνει μελέτες, χρηματοδοτήσεις και έργα, χωρίς να προβλέπει άμεσα περιοριστικά μέτρα για τους πολίτες.
Με βάση τις επίσημες μετρήσεις της ΕΥΔΑΠ, στα τέλη Οκτωβρίου τα αποθέματα στον Μόρνο έφθασαν τα 152.909.000 κυβικά μέτρα—τη χαμηλότερη τιμή των τελευταίων 15 ετών και σχεδόν 45% κάτω από τα επίπεδα του 2023. Η κήρυξη έκτακτης ανάγκης δίνει τη δυνατότητα για άμεσες παρεμβάσεις, fast track διαδικασίες και επιπλέον χρηματοδοτήσεις έργων ύδρευσης.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: πώς φτάσαμε ως εδώ;
Το λεγόμενο «τρίπτυχο της καταστροφής» που εντοπίζουν οι ειδικοί αφορά τη μειωμένη στάθμη του Μόρνου, την απουσία έγκαιρης ολοκλήρωσης υποδομών και τις μεγάλες απώλειες νερού. Η κυβέρνηση παρουσίασε πρόσφατα το μακρόπνοο σχέδιό της για την υδατική θωράκιση της Αττικής, με παρεμβάσεις άμεσες, μεσοπρόθεσμες και μακροχρόνιες. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το σχέδιο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά υπογραμμίζουν πως απαιτούνται έργα που εδώ και δεκαετίες παραμένουν ημιτελή.
Ο Βασίλης Ζόραπας από την ΕΑΓΜΕ επεσήμανε ότι οι πολίτες δεν έχουν πλήρως αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ανάμεσα στα άμεσα μέτρα περιλαμβάνεται η επαναλειτουργία γεωτρήσεων στον δυτικό Κηφισό και τη βορειοανατολική Πάρνηθα, λύση που είχε εφαρμοστεί και τη δεκαετία του 1990. Σημαντικό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι και το θέμα των απωλειών: αν και η ΕΥΔΑΠ αναφέρει διαρροές 25%-30%, σε άλλες περιοχές της χώρας το ποσοστό μπορεί να φθάνει ακόμη και το 70%.
Χαρακτηριστική είναι και η εκτίμηση ότι η Αττική μπορεί να αντέξει μόνον αν ενδιάμεσα αναπτυχθούν εγκαταστάσεις αφαλάτωσης. Αν τα ξηρά κλιματικά μοτίβα συνεχιστούν για 4-5 χρόνια ακόμη, τότε –όπως λένε οι ειδικοί– η εικόνα θα γίνει εφιαλτική. Σήμερα, η τεράστια κατανάλωση της Αττικής ξεπερνά το 1 εκατ. κυβικά μέτρα ημερησίως, κάτι που καθιστά τον σχεδιασμό ακόμη πιο απαιτητικό.
Παράλληλα, ο Γρηγόρης Κωνσταντέλος από την ΚΕΔΕ υπενθυμίζει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του νερού στην Ελλάδα—85% με 86%—καταναλώνεται στην άρδευση. Πολλές καλλιέργειες εξακολουθούν να ποτίζονται με υδροβόρες μεθόδους, ενώ σε περιοχές όπως ο Θεσσαλικός κάμπος οι γεωτρήσεις βαθαίνουν χρόνο με τον χρόνο, με τον υδροφόρο ορίζοντα να κατεβαίνει επικίνδυνα.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Κώστας Μακέδος από το ΤΜΕΔΕ σημειώνει ότι τα σχέδια ύδρευσης είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά χρειάζεται αλλαγή συμπεριφοράς ως προς τη χρήση νερού. Ο γεωπόνος Κώστας Γκούμας, με πολυετή εμπειρία σε ζητήματα υδάτων στη Θεσσαλία, μιλά για «διαχρονικό έλλειμμα» 3-3,5 δισ. κυβικών μέτρων υπόγειου νερού που έχει αντληθεί πέρα από τα φυσικά όρια. Θεωρεί πως πρέπει να μειωθεί σταδιακά η χρήση γεωτρήσεων και να υλοποιηθούν όλα τα μεγάλα έργα αποθήκευσης νερού που παραμένουν ημιτελή επί δεκαετίες.
Σημαντικό επίσης είναι ότι, ακόμη και σε περιοχές με υψηλές βροχοπτώσεις, όπως η Χαλκιδική ή η Κέρκυρα, τα νερά χάνονται λόγω έλλειψης υποδομών συλλογής. Ο καθηγητής Υδρογεωλογίας Κωνσταντίνος Βουδούρης υπενθυμίζει χαρακτηριστικά ότι σε περιστατικό έντονης βροχόπτωσης στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, σχεδόν όλο το νερό κατέληξε ανεκμετάλλευτο στη θάλασσα.
Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα κοινό συμπέρασμα: η Ελλάδα, και ειδικά η Αττική, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίσιμη κατάσταση, η οποία απαιτεί άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα μέτρα. Χωρίς γρήγορη ολοκλήρωση έργων, καλύτερη διαχείριση των υδάτων, μείωση απωλειών και αλλαγή πρακτικών στην άρδευση, η λειψυδρία θα αποτελεί διαρκή απειλή τα επόμενα χρόνια.
