Ο Χοακίν Γκουσμάν Λόπες, γιος του διαβόητου Μεξικανού βαρόνου ναρκωτικών Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκουσμάν, παραδέχτηκε την ενοχή του ενώπιον δικαστηρίου στο Σικάγο, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για διακίνηση ναρκωτικών και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όπως ανέφερε η Chicago Tribune.
Ο αδελφός του, Οβίδιο Γκουσμάν, είχε ήδη ομολογήσει την ενοχή του τον Ιούλιο για αντίστοιχα αδικήματα. Σύμφωνα με τις αρχές, οι δύο άνδρες –μαζί με άλλους δύο αδελφούς τους που εξακολουθούν να διαφεύγουν– συνέχισαν τη δράση του πατέρα τους, πρώην αρχηγού του καρτέλ Σιναλόα, ο οποίος εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης στο Κολοράντο.
Ο 39χρονος Χοακίν Γκουσμάν Λόπες συνελήφθη τον Ιούλιο του 2024, όταν ταξίδεψε στο Τέξας με μικρό ιδιωτικό αεροσκάφος μαζί με τον Ισμαέλ «Ελ Μάγιο» Σαμπάδα, συνιδρυτή του καρτέλ. Ο Σαμπάδα υποστήριξε ότι εξαπατήθηκε για τον προορισμό της πτήσης και ότι ουσιαστικά απήχθη από τον Γκουσμάν Λόπες, ώστε να παραδοθεί παρά τη θέλησή του στις αμερικανικές αρχές. Αργότερα κι εκείνος παραδέχτηκε την ενοχή του, αποφεύγοντας τη δίκη και την πιθανότητα επιβολής θανατικής ποινής, την οποία οι ΗΠΑ τελικά δήλωσαν ότι δεν θα επιδιώξουν.
Οι συλλήψεις τους οδήγησαν σε ένταση και αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κύριες φράξιες του καρτέλ –την ομάδα των «τσαπίτος», δηλαδή των γιων του Ελ Τσάπο, και τη φράξια του Σαμπάδα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των μεξικανικών αρχών, οι μάχες που ακολούθησαν στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 1.200 ανθρώπους, ενώ περίπου 1.400 άτομα δηλώθηκαν ως αγνοούμενα.
Η Ουάσιγκτον κατηγορεί το καρτέλ Σιναλόα ότι διοχετεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες φαιντανύλη, το εξαιρετικά ισχυρό συνθετικό οπιοειδές που ευθύνεται για χιλιάδες θανάτους από υπερδοσολογία κάθε χρόνο, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω τις σχέσεις των δύο χωρών. Πέρα από τη φαιντανύλη, οι τέσσερις «τσαπίτος» κατηγορούνται για μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης από την κεντρική και νότια Αμερική προς τις ΗΠΑ.
Το κατηγορητήριο του Απριλίου 2024 αναφέρει ότι «εξαγόρασαν διεφθαρμένους δημόσιους αξιωματούχους» και ότι «προκάλεσαν, απείλησαν και διέπραξαν φόνους, απαγωγές, επιθέσεις και ξυλοδαρμούς», με στόχο τόσο τις αρχές όσο και αντίπαλες συμμορίες, αλλά και μέλη της δικής τους οργάνωσης.
