Η Ταϊλάνδη και η Καμπότζη κατέληξαν το Σάββατο σε συμφωνία για «άμεση» κατάπαυση του πυρός στη μεθοριακή αντιπαράθεσή τους, η οποία στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 47 ανθρώπους και προκάλεσε τον εκτοπισμό σχεδόν ενός εκατομμυρίου πολιτών μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων.
Μετά την αναζωπύρωση των συγκρούσεων στις 7 Δεκεμβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι και από τις δύο πλευρές των συνόρων αναγκάστηκαν να διανυκτερεύουν σε σκηνές ή σε πρόχειρους χώρους φιλοξενίας. Πλέον, ανοίγει η προοπτική να επιστρέψουν στις κατοικίες τους και να περάσουν εκεί την Πρωτοχρονιά.
«Οι δύο πλευρές συμφωνούν να επιτρέψουν στους πολίτες που κατοικούν στις πληγείσες μεθοριακές ζώνες να επιστρέψουν στα σπίτια τους, το ταχύτερο δυνατό, χωρίς παρεμπόδιση και με πλήρη ασφάλεια και αξιοπρέπεια», αναφέρεται στην κοινή δήλωση που εξασφάλισε το Γαλλικό Πρακτορείο από την καμποτζιανή πλευρά, η οποία διευκρινίζει ότι η εκεχειρία θα τεθεί σε ισχύ στις 7 ώρα Ελλάδας.
Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που φέρει τις υπογραφές των υπουργών Άμυνας των δύο χωρών, προβλέπει επίσης πάγωμα των στρατιωτικών θέσεων, αποναρκοθέτηση στις παραμεθόριες περιοχές, συνεργασία των αστυνομικών αρχών για την καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος, καθώς και την απελευθέρωση από την Μπανγκόκ 18 Καμποτζιανών στρατιωτών, έπειτα από 72 ώρες αποτελεσματικής τήρησης της εκεχειρίας.
Βάσει των τελευταίων επίσημων στοιχείων, ο συνολικός αριθμός των νεκρών κατά τις τρεις τελευταίες εβδομάδες ανέρχεται σε 47: 26 στην ταϊλανδική πλευρά και 21 στην καμποτζιανή.
Οι δύο χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας βρίσκονται εδώ και δεκαετίες σε αντιπαράθεση για τη χάραξη των συνόρων τους, μήκους περίπου 800 χιλιομέτρων, τα οποία καθορίστηκαν την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας. Αμφότερες αλληλοκατηγορούνται για την πρόκληση της πρόσφατης αιματηρής κλιμάκωσης.
Ένα πρώτο κύμα συγκρούσεων τον Ιούλιο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 43 ανθρώπων μέσα σε πέντε ημέρες, προτού επιτευχθεί εκεχειρία έπειτα από παρέμβαση του Ντόναλντ Τραμπ.
Ακολούθησε νέα συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία υπεγράφη στις 26 Οκτωβρίου στην Κουάλα Λουμπούρ, παρουσία του προέδρου των ΗΠΑ, ωστόσο ανεστάλη λίγες εβδομάδες αργότερα από την Ταϊλάνδη, μετά τον τραυματισμό στρατιωτών της από έκρηξη νάρκης στην παραμεθόριο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει εκφράσει την επιθυμία του να τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης, επιχείρησε εκ νέου να διαδραματίσει ρόλο διαμεσολαβητή. Στις 12 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε κατάπαυση του πυρός έπειτα από τηλεφωνικές συνομιλίες με τους ηγέτες των δύο χωρών, ωστόσο η ταϊλανδική κυβέρνηση το διέψευσε και οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν.
Υπό την πίεση και της Κίνας για αποκλιμάκωση, Ταϊλάνδη και Καμπότζη αποδέχθηκαν τελικά την έναρξη απευθείας συνομιλιών, μετά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της Ένωσης Χωρών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα.
Παρά τη συμφωνία, ανοιχτό παραμένει το ζήτημα της οριοθέτησης των συνόρων και της κυριαρχίας σε σειρά αρχαίων ναών, μεταξύ αυτών και ο Πρέα Βιέ, που αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, γεγονός που εξακολουθεί να θέτει υπό δοκιμασία τη βιωσιμότητα της εκεχειρίας.
«Μπορείτε να έχετε εμπιστοσύνη στην Ταϊλάνδη. Σεβόμαστε πάντοτε τις συμφωνίες μας και τις δεσμεύσεις μας. Μακάρι η υπογραφή αυτής της συμφωνίας να είναι η τελευταία, ώστε να επανέλθει η ειρήνη και ο λαός μας να μπορέσει να επιστέψει στις εστίες του», δήλωσε την Παρασκευή ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, Ανούτιν Τσαρνβιρακούλ.
Σημειώνεται ότι βουλευτικές εκλογές στην Ταϊλάνδη έχουν προγραμματιστεί για τις 8 Φεβρουαρίου.
