Πέθανε η θρυλική Μπριζίτ Μπαρντό

Πέθανε η θρυλική Μπριζίτ Μπαρντό

Η Μπριζίτ Μπαρντό, η Γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια που εξελίχθηκε σε παγκόσμιο σύμβολο σεξ πριν αποσυρθεί από τον κινηματογράφο για να αφοσιωθεί στην προστασία των ζώων, πέθανε σε ηλικία 91 ετών.

«Το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό ανακοινώνει με απέραντη θλίψη τον θάνατο της ιδρύτριας και προέδρου του, κυρίας Μπριζίτ Μπαρντό, παγκοσμίως γνωστής ηθοποιού και τραγουδίστριας, η οποία επέλεξε να εγκαταλείψει την λαμπρή καριέρα της για να αφιερώσει τη ζωή και την ενέργειά της στην προστασία των ζώων και στο ίδρυμά της», αναφέρεται σε ανακοίνωση που διαβιβάστηκε την Κυριακή στο πρακτορείο Agence France-Presse, χωρίς να διευκρινίζονται οι συνθήκες ή ο τόπος του θανάτου της.

Το τελευταίο διάστημα ήταν γνωστό πως η Μπριζίτ Μπαρντό αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, ενώ τον Οκτώβριο της προηγούμενης χρονιάς είχαν κυκλοφορήσει πληροφορίες περί θανάτου της, τις οποίες είχε διαψεύσει η ίδια τότε μέσω ανάρτησής της στο Twitter.

Η διεθνής της αναγνώριση ήρθε με την ταινία του 1956 «Και ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα», σε σενάριο και σκηνοθεσία του τότε συζύγου της Ροζέ Βαντίμ, και για περίπου είκοσι χρόνια ενσάρκωσε το πρότυπο της αυθόρμητης και προκλητικής γυναίκας της εποχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ωστόσο, ανακοίνωσε πως εγκαταλείπει την υποκριτική και άρχισε να δραστηριοποιείται ολοένα και περισσότερο στον δημόσιο και πολιτικό λόγο.

Η έντονη ενασχόλησή της με τα δικαιώματα των ζώων συνοδεύτηκε από ακραίες τοποθετήσεις για εθνοτικές ομάδες και δημόσια στήριξη στο ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, γεγονός που οδήγησε σε επανειλημμένες καταδίκες για υποκίνηση ρατσιστικού μίσους.

Οι θρυλικοί ρόλοι και η σαγηνευτική εμφάνιση που άφησε εποχή
Γεννημένη το 1934 στο Παρίσι, η Μπριζίτ Μπαρντό μεγάλωσε σε μια οικονομικά άνετη, συντηρητική καθολική οικογένεια. Από νεαρή ηλικία διακρίθηκε στον χορό, γεγονός που της επέτρεψε να σπουδάσει μπαλέτο και να εισαχθεί στο περίφημο Ωδείο του Παρισιού. Παράλληλα, ξεκίνησε καριέρα στο μόντελινγκ, φτάνοντας να κοσμήσει το εξώφυλλο του περιοδικού Elle το 1950, μόλις στα 15 της χρόνια.

Η ενασχόλησή της με τη μόδα άνοιξε τον δρόμο για τον κινηματογράφο. Σε μία από τις πρώτες ακροάσεις της γνώρισε τον Ροζέ Βαντίμ, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1952, όταν ενηλικιώθηκε. Αρχικά εμφανίστηκε σε μικρούς ρόλους, που σταδιακά έγιναν πιο ουσιαστικοί, ενώ ξεχώρισε ως σύντροφος του Ντερκ Μπογκάρντ στην ταινία «Doctor at Sea», επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1955.

Καθοριστική στιγμή στην καριέρα της υπήρξε η ταινία «Και ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα», όπου ενσάρκωσε μια απελευθερωμένη νεαρή γυναίκα στο Σεν Τροπέ. Η επιτυχία της ταινίας, τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς, καθιέρωσε την εικόνα της και την ανέδειξε σε παγκόσμιο είδωλο.

Η απήχησή της ξεπέρασε τα όρια του σινεμά, επηρεάζοντας τον κόσμο της διανόησης και της τέχνης. Μεταξύ αυτών και οι νεαροί τότε Τζον Λένον και Πολ ΜακΚάρτνεϊ, που εμπνέονταν από το στυλ της. Ο δημοσιογράφος Ρεϊμόν Καρτιέ αφιέρωσε το 1958 εκτενές άρθρο στην «υπόθεση Μπαρντό» στο Paris-Match, ενώ η Σιμόν ντε Μποβουάρ δημοσίευσε το 1959 το δοκίμιο Brigitte Bardot and the Lolita Syndrome, παρουσιάζοντάς την ως σύμβολο γυναικείας απελευθέρωσης. Το 1969 επιλέχθηκε ως το πρώτο πραγματικό πρόσωπο που ενσάρκωσε τη Μαριάν, σύμβολο της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 πρωταγωνίστησε σε σημαντικές γαλλικές παραγωγές, όπως το βραβευμένο με Όσκαρ δράμα Η Αλήθεια του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, το Πολύ Ιδιωτική Υπόθεση του Λουί Μαλ και το Η Περιφρόνηση του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ, συμμετέχοντας σε ταινίες όπως το Viva Maria! και το γουέστερν Shalako, δίπλα στον Σον Κόνερι.

Η καριέρα στη μουσική
Παράλληλα με τον κινηματογράφο, η Μπαρντό δραστηριοποιήθηκε και στη μουσική, με πιο χαρακτηριστική στιγμή την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού του Σερζ Γκενσμπούρ Je T’Aime … Moi Non Plus, το οποίο είχε γραφτεί για εκείνη στη διάρκεια της σχέσης τους. Η ίδια, φοβούμενη αντιδράσεις, ζήτησε να μην κυκλοφορήσει, με τον Γκενσμπούρ να το ηχογραφεί αργότερα με τη Ζαν Μπιρκίν, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία.

«Δεν ήμουν προετοιμασμένη για τη ζωή ενός σταρ»
Η ίδια είχε παραδεχθεί πως η δημοσιότητα την καταπίεζε, δηλώνοντας στην Guardian το 1996: «Η τρέλα που με περιέβαλε φαινόταν πάντα μη πραγματική. Ποτέ δεν ήμουν πραγματικά προετοιμασμένη για τη ζωή ενός σταρ.»

Το 1973, σε ηλικία 39 ετών, αποχώρησε οριστικά από την υποκριτική μετά την ταινία The Edifying and Joyous Story of Colinot. Έκτοτε αφιερώθηκε στην υπεράσπιση των ζώων, συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις κατά του κυνηγιού φώκιας το 1977 και ιδρύοντας το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό το 1986.

Η καταδίκη για υποκίνηση ρατσιστικού μίσους
Στα επόμενα χρόνια, απηύθυνε επιστολές διαμαρτυρίας σε διεθνείς ηγέτες για ζητήματα όπως η θανάτωση σκύλων στη Ρουμανία, τα δελφίνια στα Νησιά Φερόε και οι γάτες στην Αυστραλία, ενώ εξέφραζε έντονα τις απόψεις της για τη θρησκευτική σφαγή ζώων.

Το 2003, στο βιβλίο της A Cry in the Silence, διατύπωσε δεξιές πολιτικές θέσεις και επιτέθηκε σε κοινωνικές ομάδες, γεγονός που οδήγησε σε καταδίκη για υποκίνηση ρατσιστικού μίσους.

Είχε μακρόχρονη σχέση με το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, δηλώνοντας στην Guardian: «Στην τρομακτική άνοδο της μετανάστευσης, συμφωνώ πλήρως με τις απόψεις [του Ζαν-Μαρί Λεπέν].» Το 2006, σε επιστολή της προς τον τότε υπουργό Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί, ανέφερε ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός «καταστρέφει τη χώρα μας επιβάλλοντας τις πράξεις του».

Οι άντρες της ζωής της
Η Μπριζίτ Μπαρντό παντρεύτηκε τέσσερις φορές: με τον Ροζέ Βαντίμ (1952-1957), τον Ζακ Σαρριέ (1959-1962, με τον οποίο απέκτησε τον γιο της Νικόλα το 1960), τον Γκίντερ Σαξ (1966-1969) και τον Μπερνάρ ντ’Ορμαλ, πρώην σύμβουλο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, με τον οποίο ενώθηκε το 1992.

Στη ζωή της υπήρξαν επίσης γνωστές σχέσεις με προσωπικότητες όπως ο Ζαν-Λουί Τραντινιάν και ο Σερζ Γκενσμπούρ.

Exit mobile version