Δύο άνδρες από τη Λάρισα, ηλικίας 29 και 33 ετών, αθωώθηκαν ομόφωνα χθες από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας, αναιρώντας προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, που τους είχε παραπέμψει ως ένοχους για το βιασμό μιας 22χρονης, το Μάιο του 2021, σε ένα πάρκο στον Βόλο. Σε συνέχεια έρευνας και εξέτασης του υλικού, αποδείχθηκε ότι η 22χρονη είχε καταθέσει ψευδή μήνυση βιασμού.
Παρά το γεγονός ότι η Αντιεισαγγελέας Βόλου είχε προτείνει την απαλλαγή τους, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τους παρέπεμψε κατά πλειοψηφία με την κατηγορία του ομαδικού βιασμού. Ο εισαγγελέας της έδρας κατά τη χθεσινή δίκη τόνισε ότι υπήρχαν σημαντικές δυσκολίες στην απόδειξη των κατηγοριών και ότι τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί δεν ήταν επαρκώς αξιόπιστα.
Οι αδυναμίες στα αποδεικτικά στοιχεία, σε συνδυασμό με την κατάθεση της 22χρονης, που σύμφωνα με τον εισαγγελέα περιείχε πολλές ανακρίβειες και αντιφάσεις, οδήγησαν το δικαστήριο στην απόφαση αθώωσης των δύο κατηγορουμένων.
Τα χρονικά της ψευδούς καταγγελίας
Μια βραδινή έξοδος την άνοιξη του 2021 στο Βόλο κατέληξε σε ψευδή καταγγελία για βιασμό, με δύο νεαρούς άνδρες να κατηγορούνται και μια νεαρή κοπέλα να είναι η καταγγέλλουσα.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας κατέληξε στην απόφαση να απαλλάξει τους δύο νεαρούς από τις κατηγορίες, ύστερα και από τη σχετική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας. Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας σημείωσε ότι οι ισχυρισμοί της κοπέλας δεν μπορούν να τεκμηριωθούν με τα διαθέσιμα στοιχεία που είχε το δικαστήριο στη διάθεσή του.
Η κοπέλα είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι την επίμαχη νύχτα είχε βγει με μια φίλη της και τα δύο αγόρια, τους οποίους είχε γνωρίσει μέσω μιας διαδικτυακής εφαρμογής μερικούς μήνες πριν. Μετά την αποχώρησή τους από το κατάστημα, συνέχισαν την έξοδο και πήγαν με το αυτοκίνητο ενός εκ των κατηγορουμένων σε μια τοποθεσία εκτός κέντρου. Εκεί, σύμφωνα με την καταγγελία της, έπαιξαν παιχνίδια όπως το «θάρρος ή αλήθεια», μέχρι που ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισε να κάνει πιο προσωπικές ερωτήσεις και, στη συνέχεια, προχώρησε σε πράξη βιασμού με τη χρήση βίας, στην οποία συμμετείχε αργότερα και ο φίλος του, αν και, όπως ανέφερε η κοπέλα, αυτός δεν χρησιμοποίησε βία.
Σε ερώτηση του δικαστηρίου για το αν αντέδρασε, η κοπέλα απάντησε ότι του ζήτησε να σταματήσει από την αρχή, υπογραμμίζοντας ότι ο τόνος της ήταν ξεκάθαρος. Στη συνέχεια, ωστόσο, ανέφερε πως ένιωσε παράλυση και δεν μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες από όσα ακολούθησαν.
Η ίδια ανέφερε επίσης ότι το συμβάν το εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στην ψυχολόγο της και, με την υποστήριξη των φίλων της, αποφάσισε να το καταγγείλει περίπου ένα μήνα αργότερα.
Από την πλευρά τους, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι ήταν δική της πρωτοβουλία να προχωρήσουν σε ερωτικές πράξεις, ενώ τόνισαν ότι δεν υπήρξε καμία αντίσταση από την κοπέλα και ότι όλα έγιναν με τη συναίνεσή της.
Εκτός από την καταγγέλλουσα και τους κατηγορούμενους, στο δικαστήριο κατέθεσαν η φίλη της, ο πατέρας της, η ψυχολόγος της, καθώς και μία μάρτυρας υπεράσπισης που μίλησε για τον χαρακτήρα ενός εκ των κατηγορουμένων. Επιπλέον, το δικαστήριο είχε πρόσβαση σε συνομιλίες μεταξύ των εμπλεκομένων μετά το περιστατικό. Μάλιστα, μία από τις απαντήσεις της κοπέλας σε αυτές τις συνομιλίες ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον εισαγγελέα να προτείνει την αθώωση των κατηγορουμένων.
Τα μηνύματα και τα στοιχεία
Κατά την αγόρευσή του, ο εισαγγελέας ξεκίνησε τονίζοντας πως τα αδικήματα που σχετίζονται με τη γενετήσια ελευθερία συχνά αντιμετωπίζουν «αποδεικτικές δυσκολίες», καθώς υπάρχει «έλλειψη αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων», δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές συμβαίνουν συνήθως μόνο μεταξύ του θύματος και του δράστη.
Ο εισαγγελέας σημείωσε ότι η συγκεκριμένη υπόθεση παρουσιάζει «αποδεικτικό μειονέκτημα» όσον αφορά τη δυναμική των αποδείξεων, προσθέτοντας ότι ακόμα και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου που την παρέπεμψε στο ακροατήριο το έκανε κατά πλειοψηφία, και ότι η δική του πρόταση ήταν απαλλακτική.
Στη συνέχεια, ανέλυσε το άρθρο 336 του Ποινικού Κώδικα για το έγκλημα του βιασμού, εξηγώντας τα βασικά στοιχεία που χρειάζονται για την απόδειξη του αδικήματος, όπως η χρήση βίας, η απειλή και η έλλειψη συναίνεσης.
Σχετικά με το ζήτημα της άσκησης σωματικής βίας, δήλωσε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν «απόλυτα απών» από το περιστατικό και πως δεν υπήρξε ούτε ίχνος απειλής. «Η απολογία του κατηγορούμενου με έπεισε πλήρως», είπε ο εισαγγελέας, προτείνοντας την αθώωσή του.
Αναφερόμενος στον πρώτο κατηγορούμενο, ο εισαγγελέας εστίασε σε δύο στοιχεία που τον οδήγησαν να προτείνει την απαλλαγή του. Το πρώτο αφορούσε την αντίδραση της καταγγέλλουσας, αναφέροντας πως, ακόμη κι αν η πράξη συνέβη όπως καταγγέλλεται, η άρνηση της κοπέλας φαίνεται να σταμάτησε νωρίς. «Δεν προέκυψε αποδεικτικά κάποια άλλη αντίδρασή της μετά από όσα συνέβησαν», ανέφερε, προσθέτοντας πως δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει απειλή για τη ζωή της ώστε να υπομείνει μια τέτοια παραβίαση της γενετήσιας ελευθερίας της.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο στάθηκε ήταν η αντίδραση της κοπέλας μετά την καταγγελλόμενη πράξη. Τόνισε ότι σε μήνυμα που έστειλε στον κατηγορούμενο μετά τον υποτιθέμενο βιασμό, του απευθύνθηκε με τη λέξη «αγάπη». «Προσωπικά δεν έχω ξανακούσει θύμα βιασμού να απευθύνεται στον δράστη της με τη λέξη “αγάπη” την επόμενη ημέρα», είπε ο εισαγγελέας, προσθέτοντας ότι ο βιασμός θεωρείται ένα «εξαιρετικά τραυματικό γεγονός».
Ο εισαγγελέας σημείωσε πως οι ισχυρισμοί της κοπέλας δεν μπορούν να στηρίξουν το ήδη ανεπαρκές αποδεικτικό υλικό και επισήμανε τις αντιφάσεις στις καταθέσεις της, καθώς και σε αυτές της φίλης της που κατέθεσε στο δικαστήριο.
Ολοκληρώνοντας την αγόρευσή του, ο εισαγγελέας ζήτησε από τους ενόρκους και τους δικαστές να αποφασίσουν υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων «χωρίς καμία αμφιβολία».
Το δικαστήριο τελικά αθώωσε ομόφωνα τους δύο κατηγορουμένους για τον βιασμό από κοινού, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα.