Ο κόσμος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις γεωπολιτικές αναταράξεις που προκαλεί η νέα κλιμάκωση στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, μετά τις τελευταίες αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος ανέβασε τους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα στο 54% από τις 9 Απριλίου, με την Κίνα να απαντά λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 5 Μαρτίου, με αντίμετρα ύψους 34%. Το τελεσίγραφο του Τραμπ δεν άργησε: εντός τριών ημερών να αρθούν οι κινεζικοί δασμοί, αλλιώς η Ουάσινγκτον θα τους αυξήσει στο 104% – κάτι που συνέβη στις 8 Μαρτίου, με την εκπνοή της προθεσμίας.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, επέρριψε την ευθύνη στην πλευρά του Πεκίνου για την ένταση. Μιλώντας στο CNBC, χαρακτήρισε «σοβαρό σφάλμα» την απόφαση των Κινέζων να απαντήσουν με δικούς τους δασμούς, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν ισχυρό πλεονέκτημα. «Η Κίνα μας εξάγει πέντε φορές περισσότερα από όσα της εξάγουμε εμείς. Αυτή η κλιμάκωση δεν έχει να της προσφέρει τίποτα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση σχετικά με το αν η ΕΕ θα πρέπει να μειώσει τα μη δασμολογικά εμπόδια, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, ο Μπέσεντ άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, σημειώνοντας ότι ο ίδιος ο Τραμπ θα συμμετάσχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, αναφέρθηκε σε ενεργειακή συμφωνία στην Αλάσκα, με πιθανή χρηματοδότηση από Ιαπωνία και Νότια Κορέα, δηλώνοντας πως οι ΗΠΑ περιμένουν να δουν τι προτίθενται να προσφέρουν οι σύμμαχοί τους.
Την ίδια στιγμή, ο Τζέιμισον Γκριρ, εκπρόσωπος εμπορίου των ΗΠΑ, υπογράμμισε στην Επιτροπή Οικονομικών της Γερουσίας ότι η Κίνα δεν δείχνει διάθεση για αμοιβαιότητα στους εμπορικούς δεσμούς. «Επέλεξαν να προχωρήσουν σε αντίποινα, όταν άλλες χώρες όχι. Μερικοί εταίροι μας θέλουν να προσεγγίσουν τη λογική της ισοτιμίας», σημείωσε.
Το Πεκίνο απάντησε σε υψηλούς τόνους, δηλώνοντας μέσω του υπουργείου Εμπορίου ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Κατηγόρησε την Ουάσινγκτον για «εκβιασμό» και επανέλαβε πως «η Κίνα θα αγωνιστεί μέχρι τέλους» εφόσον οι ΗΠΑ συνεχίσουν την ίδια πολιτική.
Οι διεθνείς αγορές αντέδρασαν με νευρικότητα. Παρότι την Τρίτη κατέγραψαν σχετική ανάκαμψη – με τον ιαπωνικό Nikkei να ενισχύεται κατά 6%, και τον Hang Seng του Χονγκ Κονγκ να ανεβαίνει 2% – οι απώλειες της Δευτέρας άγγιξαν ιστορικά χαμηλά. Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Μπιλ Άκμαν, υποστηρικτής του Τραμπ, κάλεσε ακόμη και σε προσωρινή αναστολή των δασμών, υπό την πίεση των αγορών.
Ο Wen-ti Sung, από το Global China Hub του Atlantic Council, χαρακτήρισε την αντιπαράθεση ως «αναμέτρηση χωρίς φρένο», όπου «όποιος υποχωρήσει πρώτος, χάνει κύρος». Τόνισε επίσης ότι το Πεκίνο θέλει να δείξει πως ο κόσμος παραμένει πολυπολικός και δεν πρόκειται να δεχτεί ηγεμονική επιβολή της Ουάσινγκτον.
Στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς εμπορικής σκακιέρας, η ΕΕ ανακοίνωσε δασμούς 25% σε επιλεγμένα αμερικανικά προϊόντα, ενώ δήλωσε ανοικτή για συνομιλίες. Ο Μάρος Σέφκοβιτς, Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, επεσήμανε: «Αργά ή γρήγορα θα καθίσουμε στο τραπέζι με τις ΗΠΑ και θα καταλήξουμε σε μια συμβιβαστική λύση».
Ταυτόχρονα, η Ταϊβάν, η οποία πλήττεται από αμοιβαίους δασμούς 32%, δηλώνει έτοιμη για άμεσο διάλογο. Ο πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε πρότεινε συμφωνία μηδενικών δασμών, άρση εμποδίων και αύξηση επενδύσεων στις ΗΠΑ. Η χώρα υποστηρίζει ότι το πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο με την Ουάσινγκτον αποδίδεται στη μεγάλη αμερικανική ζήτηση για τεχνολογία, με τις ταϊβανέζικες επιχειρήσεις να τροφοδοτούν κολοσσούς όπως η Apple και η Nvidia.
Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, αν και στραμμένος πρωτίστως κατά της Κίνας, έχει αρχίσει να διαχέεται σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, θέτοντας νέες προκλήσεις στις ισορροπίες των αγορών και στις διπλωματικές σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων.