Σήμερα, Σάββατο του Λαζάρου, 12 Απριλίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη των Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου, Οσίας Ανθούσας και Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, σύμφωνα με το επίσημο εορτολόγιο.
Τα ονόματα που έχουν την τιμητική τους είναι:
Ακάκιος, Κάχι, Κάκι
Ανθούσα
Νεόφυτος, Νεοφυτία, Νεοφύτη
Λάζαρος, Λάζος, Λαζαρούλα, Λαζαρία
Το Σάββατο του Λαζάρου, γνωστό και ως Λαζαροσάββατο, αποτελεί μια ιδιαίτερη ημέρα για την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία καθώς και για άλλες Καθολικές Εκκλησίες που ακολουθούν το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό. Πρόκειται για την ημέρα που προηγείται της Κυριακής των Βαΐων και είναι αφιερωμένη στην ανάσταση του Λαζάρου από τη Βηθανία, όπως αυτή καταγράφεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Οι δύο αυτές ημέρες έχουν ξεχωριστή θέση στο εκκλησιαστικό έτος, αποτελώντας φωτεινά σημεία ανάμεσα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής και τη θλίψη της Μεγάλης Εβδομάδας.
Σύμφωνα με την παράδοση, το Σάββατο του Λαζάρου οι μοναχοί εγκαταλείπουν τις σκήτες και επιστρέφουν στα μοναστήρια ενόψει της Μεγάλης Εβδομάδας. Στην ελληνική παράδοση, μικρά ψωμιά που φτιάχνονται σε σχήμα ανθρώπινου σώματος τυλιγμένου με σάβανα, τα λεγόμενα «λαζαράκια», ζυμώνονται για την ημέρα, ενώ τα παιδιά ψάλλουν τα «λαζαρικά», παραδοσιακά κάλαντα για τη συγκεκριμένη εορτή.
Ο Λάζαρος, στενός φίλος του Ιησού, φιλοξενούσε μαζί με τις αδελφές του, Μάρθα και Μαρία, τον Χριστό στο σπίτι τους στη Βηθανία. Όταν αρρώστησε, εκείνες ειδοποίησαν τον Ιησού που βρισκόταν τότε στη Γαλιλαία. Παρόλο που μπορούσε να πάει αμέσως, ο Ιησούς καθυστέρησε σκόπιμα, και όταν έφτασε, ο Λάζαρος είχε ήδη πεθάνει. Ο Χριστός είπε στους μαθητές του ότι θα πήγαιναν να τον ξυπνήσουν. Όταν έφτασε στο σπίτι, παρηγόρησε τις αδελφές και ζήτησε να τον οδηγήσουν στον τάφο.
Μπροστά στον τάφο, ο Ιησούς συγκινήθηκε και έκλαψε. Έπειτα, διέταξε να ανοίξουν την είσοδο του μνήματος, ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Πατέρα Του και με δυνατή φωνή φώναξε: «Λάζαρε, βγές έξω». Ο Λάζαρος βγήκε από τον τάφο τυλιγμένος με τα σάβανα, και τότε ο Ιησούς είπε να τον λυθούν και να τον αφήσουν να επιστρέψει στο σπίτι του.
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, ο Λάζαρος ήταν 30 ετών όταν αναστήθηκε και έζησε ακόμη τρεις δεκαετίες. Απεβίωσε στην Κύπρο, το 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτίων φέρει την επιγραφή: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».
Το 890 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός μετέφερε τα λείψανά του στην Κωνσταντινούπολη και συνέθεσε τους ύμνους για τον εσπερινό της ημέρας, με πιο γνωστό τον στίχο: «Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν…».
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της ζωής του Λαζάρου μετά την ανάστασή του, αναφέρει ότι δεν ξαναγέλασε ποτέ – εκτός από μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει μια γλάστρα και είπε: «Το ένα χώμα κλέβει το άλλο».
Η ανάσταση του Λαζάρου αποτέλεσε αφορμή για την κλιμάκωση της εχθρότητας των Ιουδαίων, οι οποίοι ζητούσαν να εξοντώσουν τόσο τον Λάζαρο όσο και τον Χριστό.