«Οι δύο τελευταίοι μήνες υπήρξαν σύνθετοι και γεμάτοι δυσκολίες. Όμως σε κάθε κρίση, επιδιώκω να εντοπίζω τις πιθανές ευκαιρίες», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του «Monocle» και στην εκπομπή Foreign Desk του Andrew Mueller.
Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για μια περίοδο αφύπνισης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα που υποστηρίζουν την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Εξέφρασε, παράλληλα, την ικανοποίησή του για τη σχετική πρόοδο που έχει σημειωθεί στο πλαίσιο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε ότι οι στρατηγικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη απαιτούν τολμηρές πρωτοβουλίες και τόνισε πως αναφέρεται ιδιαίτερα στην ανάγκη επένδυσης σε αμυντικές δαπάνες, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Πρέπει να βάλουμε χρήματα στο τραπέζι». Υπογράμμισε ακόμη τη στήριξή του στη μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία για τη χρηματοδότηση της άμυνας σε εθνικό επίπεδο.
«Όταν έθιξα αυτό το θέμα για πρώτη φορά, οι υπόλοιποι ηγέτες δεν ήταν πρόθυμοι να το ακολουθήσουν. Τώρα βλέπω ότι υπάρχει πρόοδος. Έχει δημιουργηθεί ένα νέο εργαλείο χρηματοδότησης, με τη μορφή δανείων ύψους 150 δισ. ευρώ. Δεν είναι η ιδανική λύση, αλλά είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε, επισημαίνοντας ότι ακόμη και χώρες όπως η Φινλανδία δείχνουν πλέον διάθεση να εξετάσουν διάφορες μορφές χρηματοδότησης για την ευρωπαϊκή άμυνα.
Σε ό,τι αφορά τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ευρώπη, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην επί σειρά ετών πεποίθηση των Ευρωπαίων πως οι αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας ήταν δεδομένες, γεγονός που οδήγησε σε χαμηλότερες αμυντικές δαπάνες. Ανέφερε, ωστόσο, πως η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση, δεδομένων των ιδιαίτερων συνθηκών ασφαλείας που αντιμετωπίζει.
«Η χώρα μας διαχρονικά δαπανά πάνω από το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. Το επιχείρημα αυτό είχε ήδη τεθεί από τον Πρόεδρο Τραμπ το 2017», σημείωσε.
Τόνισε ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί επί του παρόντος να υποκαταστήσει το ΝΑΤΟ και την ηγετική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Συμμαχία, γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να διατηρηθεί η συμμετοχή τους, με ταυτόχρονη ενίσχυση των ευρωπαϊκών προσπαθειών για αυτοπροστασία.
Αναφερόμενος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο πρωθυπουργός τις χαρακτήρισε «περίπλοκες», τονίζοντας ότι η Ελλάδα οφείλει να διαθέτει ισχυρή αποτρεπτική δυνατότητα για την προάσπιση της εθνικής της κυριαρχίας και δικαιωμάτων. Παράλληλα, υπογράμμισε τη σημασία αναζήτησης διαύλων για μια πιο εποικοδομητική σχέση, ακόμη κι αν δεν επιλυθεί άμεσα το βασικό ζήτημα, δηλαδή η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
«Ακόμη και αν συμφωνούμε ότι διαφωνούμε σε βασικά θέματα, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κυριαρχεί μόνιμη ένταση», σημείωσε, υπογραμμίζοντας τη σημασία διατήρησης ανοιχτών και ειλικρινών καναλιών επικοινωνίας, τα οποία – όπως είπε – υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ, ο κ. Μητσοτάκης επεσήμανε ότι η συνεργασία των δύο χωρών έχει στρατηγικό χαρακτήρα και υπερβαίνει τις κυβερνητικές εναλλαγές στην Ουάσινγκτον. Όπως δήλωσε, η διαχείριση της σχέσης γίνεται και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως οι δασμοί, όπου υποστηρίζει την προσεκτική στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αναφέρθηκε επίσης στην απόφαση του Προέδρου Τραμπ να αναστείλει την επιβολή δασμών για τρεις μήνες προκειμένου να υπάρξει διαπραγμάτευση, κάτι που κατά τον ίδιο μπορεί να οδηγήσει σε μια συμφωνία αμοιβαίας ωφέλειας. «Δεν φαντάζομαι Ευρώπη και ΗΠΑ να βαδίζουν χωριστά στον τομέα του εμπορίου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τόνισε την ανάγκη διατήρησης ενός παγκόσμιου εμπορικού συστήματος που στηρίζεται σε κανόνες και ανοιχτές αγορές. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή, ανοιχτή οικονομία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελεύθερη ροή αγαθών, καθώς κατέχει περίπου το 25% του παγκόσμιου στόλου και το 80% του παγκόσμιου εμπορίου διεξάγεται διά θαλάσσης», σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην πολυπλοκότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων της παγκοσμιοποίησης, επισημαίνοντας ότι είναι δύσκολο να διαρραγούν οι αμοιβαίες εξαρτήσεις. Όπως είπε, οι αγορές στέλνουν σαφές μήνυμα στις ΗΠΑ ότι υπερβολικά επιθετικές πολιτικές έχουν άμεσες αρνητικές συνέπειες.
Ο κ. Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι η χώρα θα παραμείνει σε ευθυγράμμιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον, ειδικά στον τομέα του εμπορίου, ο οποίος αποτελεί ευρωπαϊκή αρμοδιότητα. Ωστόσο, επεσήμανε πως σε θέματα άμυνας και ασφάλειας τα κράτη-μέλη διατηρούν σημαντικό ρόλο.
Αναφερόμενος στη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ, σημείωσε ότι αυτή πρόκειται να ανανεωθεί το 2026 και στόχος του είναι να διασφαλίσει την ανανέωσή της.
Σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών και ερωτώμενος για την αντίστοιχη υπόθεση στη Σερβία, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις ομοιότητες ανάμεσα στα δύο περιστατικά. Χαρακτήρισε το δυστύχημα μεγάλο συλλογικό τραύμα και τόνισε πως η Δικαιοσύνη πρέπει να προχωρήσει απερίσπαστα στη διερεύνηση, ώστε οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν. «Η ευθύνη μας είναι να διασφαλίσουμε πως κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί και ότι τα τρένα μας θα είναι ασφαλή και αξιόπιστα», υπογράμμισε.
Παρατήρησε ότι ο δημόσιος διάλογος συχνά επηρεάζεται από συναισθηματικά φορτισμένες τοποθετήσεις και θεωρίες, και σημείωσε πως η αντιπολίτευση επιχείρησε να εργαλειοποιήσει την τραγωδία. «Στο τέλος, αυτό δεν βοηθά στην απόδοση Δικαιοσύνης ούτε στη στήριξη των συγγενών των θυμάτων, που ζητούν την αλήθεια και μια εγγύηση ότι δεν θα επαναληφθεί ποτέ», είπε.
Μιλώντας γενικότερα για τη χώρα, ο πρωθυπουργός περιέγραψε την Ελλάδα ως κράτος που βρίσκεται σε φάση βαθιών μεταρρυθμίσεων. Ανέφερε ότι η κυβέρνηση έχει αναγνωριστεί για τη διαχείριση της οικονομίας και πως πλέον η χώρα δεν θεωρείται το «προβληματικό παιδί» της Ευρώπης.
Υπογράμμισε ότι η οικονομία παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που σήμερα υιοθετούνται από κράτη όπως η Γερμανία. Αναγνώρισε, ωστόσο, πως υπάρχουν ακόμη βήματα που πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί πλήρης σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, τονίζοντας ότι ήταν μια πάγια δέσμευση όλων των κυβερνήσεων αλλά μόνο η παρούσα κατάφερε να σημειώσει απτά αποτελέσματα. Αυτό, όπως είπε, ενίσχυσε σημαντικά τη δημοσιονομική δυνατότητα του κράτους.
Αναφέρθηκε επίσης στη μείωση της ανεργίας, από το 17% στο 8%, και υπογράμμισε την πρόθεση της κυβέρνησης να την ευθυγραμμίσει με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. «Θέλουμε περισσότερες θέσεις εργασίας, υψηλότερους μισθούς και μικρότερη φορολογία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Καταλήγοντας, τόνισε πως για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, απαιτείται σταθερή δημοσιονομική βάση. Υποστήριξε ότι η χώρα διατηρεί αξιόλογα πρωτογενή πλεονάσματα και πως το κόστος δανεισμού έχει μειωθεί αισθητά. «Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία πρέπει να οικοδομήσουμε το σύνολο των πολιτικών μας. Υπάρχει πολλή δουλειά μπροστά μας μέχρι το 2027 – και αν οι πολίτες μας εμπιστευτούν ξανά, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε και πέρα από τότε», κατέληξε.