Τουλάχιστον 68 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από την επιδημία χολέρας που ξέσπασε στο ανατολικό Τσαντ, μετά την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων στα τέλη Ιουλίου σε καταυλισμό Σουδανών προσφύγων, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Υγείας στη Ντζαμενά, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.
«Από την καταγραφή του πρώτου περιστατικού χολέρας στον καταυλισμό Ντουγκί, μετράμε έως τις 26 Αυγούστου συνολικά 1.016 κρούσματα, ανάμεσά τους 68 θανάτους», δήλωσε στο AFP ο Τατζαντίν Μααμάτ Αλαμαμίν, διευθυντής επικοινωνίας του υπουργείου, σημειώνοντας ότι στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονται ασθενείς που ανάρρωσαν, όσοι συνεχίζουν να νοσηλεύονται καθώς και οι νεκροί.
Η επιδημία ανακοινώθηκε επίσημα στα τέλη Ιουλίου, όταν είχαν εντοπιστεί τέσσερις θάνατοι και 42 ύποπτα κρούσματα στον καταυλισμό.
Η χολέρα είναι οξεία λοίμωξη του γαστρεντερικού συστήματος, η οποία μεταδίδεται κυρίως μέσω μολυσμένων τροφίμων, νερού ή περιττωμάτων που φέρουν το βακτήριο Vibrio cholerae. Προκαλεί έντονες διάρροιες, εμετούς, μυϊκές κράμπες και αφυδάτωση, ενώ μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο μέσα σε λίγες ώρες αν δεν χορηγηθεί άμεσα θεραπεία και ενυδάτωση. Ιδιαίτερα ευάλωτα είναι τα παιδιά, κυρίως τα μικρότερα σε ηλικία.
Ο ΟΗΕ σε ανακοίνωσή του απέδωσε την «ραγδαία εξάπλωση» της νόσου στην «τεράστια εισροή» Σουδανών προσφύγων σε χωριά και καταυλισμούς κοντά στα σύνορα, όπου οι συνθήκες υγιεινής και η πρόσβαση σε καθαρό νερό είναι ανεπαρκείς.
Στον νομό Ουαντάι, στα ανατολικά της χώρας, έχουν καταφύγει περίπου 500.000 πρόσφυγες που διέφυγαν από τον πόλεμο στο Σουδάν, ο οποίος συνεχίζεται από τον Απρίλιο του 2023 ανάμεσα στον τακτικό στρατό και τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ).
Το Σουδάν, τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής, είναι αυτή τη στιγμή η περιοχή που πλήττεται περισσότερο από τη χολέρα παγκοσμίως: σύμφωνα με τη UNICEF, φέτος έχουν καταγραφεί πάνω από 2.400 θάνατοι σε 17 από τις 18 πολιτείες του.
Συνολικά, από τις αρχές του 2025, περίπου είκοσι αφρικανικές χώρες, μεταξύ αυτών η ΛΔ Κονγκό και η Νιγηρία, αντιμετωπίζουν επιδημίες χολέρας.