«Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μείνουν στην ιστορία ως η κυβέρνηση που νομιμοποίησε το 13ωρο και επανέφερε τη χώρα σε εργασιακό Μεσαίωνα», αναφέρει σε δήλωσή του ο υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Εργασίας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Παύλος Χρηστίδης.
Σχολιάζοντας την ανάρτηση του πρωθυπουργού, ο κ. Χρηστίδης υποστηρίζει ότι «από την πρώτη ημέρα ανάληψης της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, η ελληνική αγορά εργασίας δέχεται συνεχείς, μεθοδικές και βάναυσες επιθέσεις», με αποτέλεσμα –όπως αναφέρει– «την πλήρη απορρύθμιση της ζωής των εργαζομένων, με τη χώρα μας να βρίσκεται σήμερα προτελευταία στην Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη».
«Η πολιτική του κ. Μητσοτάκη στα εργασιακά δεν είναι απλώς αντεργατική, είναι εχθρική προς την ίδια την έννοια της αξιοπρεπούς εργασίας», σημειώνει, τονίζοντας ότι με σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών η κυβέρνηση «κατεδάφισε συστηματικά θεμελιώδη δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες δεκαετιών». Αναφέρει συγκεκριμένα:
«Ν.4623/2019: Καταργήθηκε ο “βάσιμος λόγος” απόλυσης. Ο εργοδότης απέκτησε ξανά το δικαίωμα να απολύει χωρίς καμία αιτιολόγηση, αυξάνοντας την εργασιακή ανασφάλεια.
Ν.4808/2021, ο περιβόητος “νόμος Χατζηδάκη”: Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι “το 8ωρο δεν καταργείται”, εισήχθη η ατομική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, αυξήθηκαν οι υπερωρίες, περιορίστηκε το δικαίωμα στην απεργία και εξαιρέθηκαν στελέχη επιχειρήσεων από την προστασία του ωραρίου.
Ν.5053/2023: Επεκτάθηκε η 6ήμερη εργασία, θεσπίστηκαν ποινές φυλάκισης για όσους παρεμποδίζουν απεργίες, κατοχυρώθηκε η δυνατότητα απόλυσης χωρίς προειδοποίηση εντός 12 μηνών και ενισχύθηκε η παράλληλη απασχόληση με όρους εξάντλησης του εργαζομένου».
Σύμφωνα με τον αρμόδιο τομεάρχη του ΠΑΣΟΚ, «σήμερα, με το νέο νομοσχέδιο για το 13ωρο, ολοκληρώνεται η κατεδάφιση κάθε έννοιας εργασιακού δικαιώματος». Ο ίδιος σχολιάζει ότι «ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να παρουσιάσει τη διάλυση του ωραρίου ως “ευελιξία”, αποκρύπτοντας ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ο εργαζόμενος οφείλει να αιτιολογήσει την άρνησή του να εργαστεί υπερωριακά».
«Και εδώ βρίσκεται η ουσία», αναφέρει ο κ. Χρηστίδης, εξηγώντας πως «άρνηση σημαίνει ότι ο εργοδότης δίνει εντολή και ο εργαζόμενος πρέπει να αποδείξει γιατί δεν μπορεί να την εκτελέσει, ενώ συναίνεση σημαίνει ελεύθερη και αμοιβαία συμφωνία. Κάτι που δεν υπάρχει στην πράξη, όταν υφίσταται εξάρτηση από τον εργοδότη και φόβος απόλυσης». «Η διαφορά είναι θεμελιώδης και η κυβέρνηση την παρακάμπτει συνειδητά», τονίζει.
Καταλήγοντας σημειώνει ότι «οι νέοι που εργάζονται στον τουρισμό, στην εστίαση, στη διανομή και στα logistics, δεν ζητούν πολλά. Θέλουν να μπορούν να ζουν από τον μισθό τους, όχι να εξαντλούνται καθημερινά για αποδοχές που δεν καλύπτουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες».