Με εκ διαμέτρου αντίθετες τοποθετήσεις συζητήθηκε στην Ολομέλεια το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας με τίτλο «Δίκαιη Εργασία για Όλους: Απλοποίηση της Νομοθεσίας – Στήριξη στον Εργαζόμενο – Προστασία στην Πράξη – Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις». Οι εισηγητές και αγορητές των κομμάτων διατύπωσαν διαφορετικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις του νομοσχεδίου στην αγορά εργασίας και στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Ο εισηγητής της ΝΔ, Σταύρος Παπασωτηρίου, ζήτησε την υπερψήφιση του νομοσχεδίου, υποστηρίζοντας ότι «δικαιώνει τον τίτλο του για Δίκαιη Εργασία» και εισάγει ουσιαστικές παρεμβάσεις υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας. Τόνισε πως στόχος είναι «η διεύρυνση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων μέσω της αύξησης των μισθών και της μείωσης φόρων και εισφορών».
Υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για κατώτατο μισθό 950 ευρώ και μέσο μισθό 1.500 ευρώ έως το 2027, ενώ έκανε λόγο για πολιτική με «συνοχή, τεκμηρίωση και σαφείς στόχους». Ο βουλευτής ανέφερε ότι «η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη ανεργία των τελευταίων 18 ετών», με περισσότερους από 500.000 νέους εργαζόμενους από το 2019, ενώ επισήμανε τη συμβολή της ψηφιακής κάρτας εργασίας στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και στην αύξηση των δηλωμένων υπερωριών.
Αντιθέτως, ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, Παύλος Χρηστίδης, κάλεσε την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο, κατηγορώντας τη ΝΔ ότι «θα μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που θεσμοθέτησε τις 13 ώρες εργασίας». Επισήμανε ότι το νομοσχέδιο «δεν απαντά στα ουσιαστικά ζητήματα των εργαζομένων» και επικαλέστηκε στοιχεία της Eurostat και του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά υπερεργασίας στην Ευρώπη. «Η 13ωρη εργασία δεν είναι κοινωνική πολιτική, αλλά κοινωνική εξαθλίωση», είπε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο ειδικός αγορητής Γιώργος Γαβρήλος χαρακτήρισε «μονόδρομο» την καταψήφιση του νομοσχεδίου, σημειώνοντας ότι «οι εργαζόμενοι βρίσκονται στους δρόμους για αξιοπρέπεια στη δουλειά και στη ζωή». Υποστήριξε ότι «οι εργαζόμενοι καλούνται να δουλεύουν 13 ώρες, να υπογράφουν ατομικές συμβάσεις χωρίς δικαιώματα και να ζουν με τον φόβο της απόλυσης». Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «ισοπεδώνει τον κόσμο της εργασίας» και «παρουσιάζει τη βαρβαρότητα ως δίκαιη εργασία».
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Χρήστος Κατσώτης, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «έκτρωμα» και «επιτομή της απανθρωπιάς του συστήματος απέναντι στην εργατική τάξη». Υποστήριξε ότι «δίνει τη δυνατότητα στην εργοδοσία να διαχειρίζεται τον χρόνο εργασίας κατά το δοκούν» και «γυρίζει τους εργαζόμενους 140 χρόνια πίσω».
Η ειδική αγορήτρια της Νέας Αριστεράς, Έφη Αχτσιόγλου, κάλεσε επίσης σε απόσυρση του νομοσχεδίου, λέγοντας πως «η κυβέρνηση λειτουργεί ως σύμβουλος επιχειρήσεων». Επισήμανε ότι με το νέο πλαίσιο «ο εργαζόμενος θα δουλεύει έως 13 ώρες την ημέρα, με μειωμένες υπερωριακές αμοιβές, χωρίς επαρκή προστασία και με περιορισμένο δικαίωμα αδείας».
Η Μαρία Αθανασίου από την Ελληνική Λύση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «νομιμοποιεί τη σκληρή εργασιακή πραγματικότητα και οδηγεί στη φτωχοποίηση των νέων», ενώ υπογράμμισε πως «η 13ωρη εργασία προκαλεί φυσική και ψυχική εξάντληση».
Ο Τάσος Οικονομόπουλος από τη Νίκη δήλωσε ότι το κόμμα του καταψηφίζει το νομοσχέδιο, τονίζοντας ότι «παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τα ανθρώπινα δικαιώματα» και καλώντας την κυβέρνηση να σεβαστεί τους εργαζόμενους.
Τέλος, ο Σπύρος Μπιμπίλας από την Πλεύση Ελευθερίας ανέφερε ότι «ο λαός βρίσκεται στους δρόμους σε πλήρη αντιπαράθεση με το νομοσχέδιο», επισημαίνοντας ότι «οι εργαζόμενοι ονειρεύονται μια ζωή με ποιότητα, δημιουργία και αξιοπρέπεια, όχι μια καθημερινότητα εξάντλησης».