Η προσπάθεια της Μ. Βρετανίας να προωθήσει τη συμπεριληπτικότητα ήταν «αντιπαραγωγική» και έκανε ελάχιστα για να μειώσει τις προκαταλήψεις, παρά τα εκατομμύρια που δαπανήθηκαν σε πρωτοβουλίες συμπερίληψης, ισχυρίστηκε η κ. Kemi Badenoch, Υφυπουργός Επιχειρήσεων και Εμπορίου.
Όπως αναφέρει η ίδια σε συνέντευξη της, μια έκθεση ανέδειξε ότι η πλειονότητα των δαπανών για την επίτευξη της ισότητας, της συμπεριληπτικότητας και την ένταξη (EDI) αποτέλεσε πλήρη σπατάλη χρημάτων.
Η κ. Badenoch καλεί τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να λάβουν υπόψη τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι λευκές εργατικές τάξεις κατά τη διαμόρφωση προγραμμάτων διαφορετικότητας, αντί να επικεντρωθούν σε «ποσοστώσεις».
Η προτροπή αυτή έρχεται εν μέσω μιας ευρύτερης κυβερνητικής καταστολής της σπατάλης δημοσίου χρήματος μέσω προγραμμάτων συμπεριληπτικότητας, με τον Τζέρεμι Χαντ, τον Καγκελάριο, να παροτρύνει νωρίτερα αυτό το μήνα τα συμβούλια να μειώσουν τις δαπάνες για τέτοιες πολιτικές και τον Ρίσι Σουνάκ να διορίζει έναν «Υπουργό κοινής λογικής».
Η κ. Badenoch, η οποία είναι επίσης Επίτροπος στην Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (EHRC), αναφέρει: «Η νέα έκθεση δείχνει ότι, ενώ δαπανώνται εκατομμύρια σε αυτές τις πρωτοβουλίες, πολλές δημοφιλείς πρακτικές EDI –όπως η εκπαίδευση για τη συμπεριληπτικότητα– έχουν ελάχιστο έως καθόλου απτό αντίκτυπο στην αύξηση ποικιλομορφίας ή μείωση των προκαταλήψεων. Στην πραγματικότητα, πολλές πρακτικές όχι μόνο έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές, αλλά και αντιπαραγωγικές».
Και προσθέτει: «Καμία ομάδα δεν θα πρέπει ποτέ να έχει διαφορετική αντιμετώπιση από τις επιχειρήσεις εξ αιτίας οποιασδήποτε διαφορετικότητάς τους – είτε πρόκειται για μαύρες γυναίκες είτε για λευκούς άντρες…».
Η κ. Badenoch ανέθεσε πέρυσι στην ανεξάρτητη επιτροπή «Inclusion at Work» να διερευνήσει εάν η EDI εργαζόταν στη Βρετανία εν μέσω ανησυχιών ότι δαπανώνται πάρα πολλά χρήματα για τα προγράμματα. Η εκπαίδευση για τη συμπεριληπτικότητα στοχεύει να βοηθήσει το προσωπικό να κατανοήσει τα είδη των διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων και έμμεσων τρόπων παρενόχλησης και θυματοποίησης, καθώς και πώς να συμπεριφέρεται κάποιος στους άλλους με σεβασμό. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των προγραμμάτων αυτών έδειξαν πως η πολιτική αυτή είχε μικρό αντίκτυπο στην αύξηση της ποικιλομορφίας ή στη μείωση των προκαταλήψεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μέλη του επιτελείου της ανέφεραν σχετικά με την έκθεση ότι «καλοπροαίρετες» προσπάθειες να τονωθεί η συμπεριληπτικότητα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διακρίσεις εις βάρος των λευκών υποψηφίων για θέσεις εργασίας.
Η κ. Badenoch συνέστησε στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να αποφεύγουν τα σχέδια συμπεριληπτικότητας που αποξενώνουν ορισμένες ομάδες –όπως η λευκή εργατική τάξη– καθώς προκαλούν διχασμό και δεν έχουν κανένα αντίκτυπο. Κάλεσε την Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να αποσαφηνίσει το νομικό καθεστώς για τους εργοδότες σε σχέση με την ποικιλομορφία και την πρακτική της ένταξης.
Προέτρεψε επίσης τους εργοδότες να λάβουν υπόψη τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι εργατικές τάξεις κατά τη διαμόρφωση προγραμμάτων συμπεριληπτικότητας, καταλήγοντας: «Οι εργοδότες πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τη λιγότερο ορατή συμπεριληπτικότητα, συμπεριλαμβανομένου του κοινωνικοοικονομικού και εκπαιδευτικού υπόβαθρου».
Η κ. Badenoch – η οποία πέρυσι ισχυρίστηκε ότι η Βρετανία ήταν «η καλύτερη χώρα στον κόσμο για να είναι μαύρη» – επιτίθεται στα προγράμματα συμπεριληπτικότητας και παροτρύνει τις εταιρείες να τηρούν «δικαιοσύνη και αξιοκρατία» κατά τη διαδικασία των προσλήψεων.