Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση, βάζοντας παράλληλα τέλος στα σενάρια περί συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ ή άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικότερα, αναφερόμενος στα έκτακτα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, σχολίασε πως δεν προσφέρουν ουσιαστική λύση στα προβλήματα των πολιτών, παρομοιάζοντάς τα με την προσωρινή ανακούφιση που προσφέρει ένα παυσίπονο σε κάποιον που πάσχει από σοβαρή ασθένεια.
Απαντώντας σε ερωτήσεις για πιθανή συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, την Πλεύση Ελευθερίας ή άλλα κόμματα, ο Ανδρουλάκης διέψευσε κατηγορηματικά τα σχετικά σενάρια, επιμένοντας στην αυτόνομη πορεία του ΠαΣοΚ. Σχολίασε ακόμη δηκτικά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, λέγοντας πως ξαφνικά εμφανίστηκαν διαθέσιμα δισεκατομμύρια ευρώ για επιδόματα, χωρίς να έχει υπάρξει προηγουμένως καμία αναφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως επεσήμανε, μόλις λίγες ώρες πριν, κυβερνητικά στελέχη πανηγύριζαν για τη μεγάλη έξοδο των πολιτών το Πάσχα, κάτι που χαρακτήριζαν ως επιτυχία.
Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ υπογράμμισε πως η χώρα έχει περάσει δύσκολες οικονομικές περιόδους και ότι ο ελληνικός λαός είναι αυτός που στήριξε τα πλεονάσματα των τελευταίων χρόνων. Κατηγόρησε την κυβέρνηση πως αξιοποιεί τα διαθέσιμα κονδύλια για πολιτικές σκοπιμότητες και όχι με δημοσιονομική σοβαρότητα.
Αναφερόμενος στη δομή της οικονομίας, σημείωσε ότι το μοτίβο που παρατηρείται είναι αυτό της ασύδοτης αγοράς, της ακρίβειας και της ανισότητας, με την κυβέρνηση να απαντά σε αυτές τις συνθήκες προσφέροντας επιδόματα. Ξεκαθάρισε πως δεν είναι αντίθετος στα επιδόματα ως μορφή βοήθειας, ωστόσο τόνισε ότι δεν προσφέρουν ουσιαστική λύση στα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, όπως είναι το ζήτημα των ενοικίων, της υγείας και της παιδείας.
Συνεχίζοντας, χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη πολιτική πρακτική ως ατελέσφορη, λέγοντας ότι από τη μία πλευρά οι πολίτες επιβαρύνονται μέσω υπερφορολόγησης και έμμεσων φόρων, και από την άλλη επιστρέφεται σε αυτούς ένα μικρό ποσοστό των πλεονασμάτων μέσω των επιδομάτων. Αναφέρθηκε μάλιστα στο παρελθόν, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε καταγγείλει τέτοιου είδους πολιτικές.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη, ο Νίκος Ανδρουλάκης τη χαρακτήρισε «στρεβλή», υποστηρίζοντας ότι παρά την αύξηση του ΑΕΠ, η αγοραστική δύναμη των πολιτών παραμένει χαμηλή. Προέβλεψε ότι όταν λήξει η ροή χρημάτων από το ταμείο ανάκαμψης, θα φανεί η πραγματική εικόνα της οικονομίας.
Σχετικά με την πολιτική στρατηγική, επέμεινε στη σημασία ύπαρξης προγραμματικού λόγου και συγκροτημένου πολιτικού προσωπικού, υπογραμμίζοντας ότι κόμματα διαμαρτυρίας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη Νέα Δημοκρατία.
Απαντώντας για τη δημοσκοπική πτώση του ΠαΣοΚ, παραδέχθηκε πως υπάρχει μια κάμψη, εκφράζοντας ωστόσο την πεποίθηση πως όσο πλησιάζουν οι εκλογές, οι πολίτες θα αναγνωρίσουν την ανάγκη για πολιτική αλλαγή μέσα από μια σοβαρή πολιτική δύναμη.
Αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα των Τεμπών και τις θεσμικές κινήσεις του ΠαΣοΚ στη Βουλή, υποστηρίζοντας ότι το κόμμα δεν προχώρησε σε εργαλειοποίηση της τραγωδίας, αλλά ακολούθησε θεσμική οδό ζητώντας διερεύνηση ευθυνών. Στο ίδιο πλαίσιο, επέκρινε την ύπαρξη μηχανισμών παραπληροφόρησης και στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων, κάνοντας λόγο για τον ρόλο της «Ομάδας Αλήθειας» και τη στήριξή της από κρατικά και ιδιωτικά κονδύλια.
Σε ερώτηση για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία, ο Ανδρουλάκης ήταν ξεκάθαρος, τονίζοντας πως το ΠαΣοΚ έχει αποφασίσει να πορευτεί αυτόνομα και απευθύνθηκε στους πολίτες, καλώντας τους να στηρίξουν την προσπάθεια πολιτικής αλλαγής μέσα από έναν θεσμικό και προγραμματικό χώρο.
Όσον αφορά τις εκλογές, εκτίμησε ότι η ΝΔ πιθανότατα θα εξαντλήσει την τετραετία και θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές το 2027, εκτός αν προκύψουν άλλες εξελίξεις που θα επιταχύνουν τις πολιτικές διεργασίες.
Τέλος, κάλεσε τον πρωθυπουργό να δώσει σαφείς απαντήσεις για το χρονοδιάγραμμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Κρήτης, εκφράζοντας την ανησυχία του για τις καθυστερήσεις και ζητώντας διαφάνεια και σοβαρότητα στον χειρισμό ενός έργου που χρηματοδοτείται με ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους 650 εκατομμυρίων ευρώ.