Η οικογένεια του Γεώργιου Κουτσούμπα, μηχανοδηγού της μοιραίας επιβατικής αμαξοστοιχίας στα Τέμπη, κατέθεσε μήνυση σε βάρος του εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη για παράβαση καθήκοντος, με αιχμές για μεθόδους που – όπως υποστηρίζουν – προσβάλλουν τη μνήμη του νεκρού και υπονομεύουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Η μήνυση, την οποία αποκαλύπτει το enikos.gr, υποβλήθηκε τη Δευτέρα 19 Μαΐου 2025 στην εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, μέσω του δικηγόρου Βασίλη Ζησιμάτου.
Σύμφωνα με την οικογένεια, ο Γεώργιος Κουτσούμπας ήταν ένας ιδιαίτερα έμπειρος μηχανοδηγός με πάνω από τρεις δεκαετίες προϋπηρεσίας και πλήρη γνώση των προβληματικών σημείων του σιδηροδρομικού δικτύου, γεγονός που τον καθιστούσε ικανό να διαχειριστεί δύσκολες ή ασυνήθιστες καταστάσεις κατά την εργασία του.
Οι συγγενείς καταγγέλλουν ότι ο εφέτης ανακριτής φέρεται να ενθάρρυνε δύο επιβάτες να τροποποιήσουν τις καταθέσεις τους, σχετικά με τη στάση της αμαξοστοιχίας έξω από τη Λάρισα. Όπως αναφέρεται στη μήνυση, στόχος της ενέργειας αυτής ήταν να προκύψει εντύπωση συνυπαιτιότητας του μηχανοδηγού στο δυστύχημα, κάτι που, όπως σημειώνουν, έχει σοβαρές κοινωνικές και ηθικές διαστάσεις. Παράλληλα, καταλογίζουν στον ανακριτή ότι επιχείρησε να παραποιήσει μαρτυρίες που επιβεβαίωναν την τήρηση των κανόνων του ΟΣΕ από τον εκλιπόντα.
Η μήνυση στηρίζεται σε καταθέσεις εννέα επιβατών της τραγικής διαδρομής, οι οποίοι ανέφεραν πως το τρένο έκανε στάση για λίγα λεπτά μετά τον σταθμό της Λάρισας. Η οικογένεια υποστηρίζει ότι ο Γεώργιος Κουτσούμπας σταμάτησε σκόπιμα την αμαξοστοιχία, σύμφωνα με τις οδηγίες που προβλέπει ο Γενικός Κανονισμός Κυκλοφορίας του ΟΣΕ, καθώς δεν είχε προηγουμένως λάβει σαφείς εντολές για τη διαδρομή.
Επισημαίνεται ότι η καθυστέρηση του δρομολογίου κατά την άφιξή του στον σταθμό της Λάρισας είχε ήδη ξεπεράσει τη μία ώρα, γεγονός που – όπως αναφέρει η οικογένεια – υποδηλώνει την ύπαρξη σοβαρού λόγου για τη στάση. Παράλληλα, γίνεται λόγος για μαρτυρίες συναδέλφων του θανόντος, πρόθυμων να επιβεβαιώσουν τις επαγγελματικές του ικανότητες.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και σε κατάθεση επιβάτιδας, η οποία φέρεται να δέχθηκε πίεση από τον ανακριτή να αλλάξει την αρχική της μαρτυρία, με τον ισχυρισμό ότι «θυμάται λάθος». Η οικογένεια σημειώνει ότι ο ίδιος αρνήθηκε την ύπαρξη άλλων σχετικών μαρτυριών, αν και ήδη κατείχε καταθέσεις από άλλους επιζώντες που υποστήριζαν τα ίδια.
Στη μήνυση συμπεριλαμβάνεται και αναφορά σε 11 λεπτά «ανεξήγητης σιγής» στις ηχογραφημένες συνομιλίες μεταξύ σταθμαρχών και μηχανοδηγών κατά τη μοιραία βραδιά. Οι συγγενείς υποστηρίζουν ότι το διάστημα αυτό συμπίπτει χρονικά με την ακινητοποίηση της αμαξοστοιχίας και δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για την αυθεντικότητα των αρχείων, ιδίως εφόσον όλα τα υπόλοιπα ηχητικά πριν και μετά καλύπτουν σχεδόν κάθε δευτερόλεπτο.
Κατά τη μηνυτήρια αναφορά, τα αρχεία εξήχθησαν από το καταγραφικό του ΟΣΕ, αντιγράφηκαν σε USB και παραδόθηκαν στον ανακριτή από στελέχη του Οργανισμού τρεις ημέρες μετά το δυστύχημα. Η καταγγελλόμενη «σιωπή» στο κρίσιμο διάστημα μεταξύ της αναχώρησης από τη Λάρισα και της σύγκρουσης, ενισχύει – όπως σημειώνεται – τις υποψίες για αλλοίωση του υλικού.