Η Σασκάτσουαν, στην δυτική πλευρά του Καναδά, προχώρησε την Πέμπτη στην κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης λόγω των εκτεταμένων δασικών πυρκαγιών, και γίνεται η δεύτερη επαρχία της χώρας που λαμβάνει αυτό το μέτρο, μετά τη Μανιτόμπα στο κεντρικό τμήμα.
Ο επαρχιακός πρωθυπουργός Σκοτ Μόου, σε συνέντευξη Τύπου, υπογράμμισε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αναφέροντας πως περίπου 4.000 κάτοικοι έχουν ήδη εγκαταλείψει τα σπίτια τους από τις αρχές της εβδομάδας. Όπως τόνισε, η έλλειψη βροχοπτώσεων εντείνει τον κίνδυνο και οι αρχές εφαρμόζουν κάθε διαθέτο μέτρο για την προετοιμασία των τοπικών κοινοτήτων. «Οι προβλέψεις για τον καιρό δεν είναι ενθαρρυντικές και όλα δείχνουν πως η κατάσταση θα επιδεινωθεί», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η Μανιτόμπα είχε προηγηθεί με ανάλογη απόφαση την Τετάρτη, μπροστά σε μια από τις δυσκολότερες εκκινήσεις της περιόδου των πυρκαγιών τα τελευταία χρόνια. Οι αρχές διέταξαν την ταχεία εκκένωση ολόκληρων περιοχών, με περίπου 17.000 πολίτες να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους.
Σύμφωνα με την υπουργό Διαχείρισης Εκτάκτων Καταστάσεων, Έλινορ Ολσέφσκι, σε δύο απομονωμένες κοινότητες αυτοχθόνων στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, επιστρατεύτηκαν αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας για την άμεση απομάκρυνση των κατοίκων.
Πολλοί από τους εκτοπισμένους έφθασαν οδικώς στη Γουίνιπεγκ, πρωτεύουσα της Μανιτόμπα, μετά από μακρινό ταξίδι μέσα στη νύχτα. «Ο κόσμος είναι εξαντλημένος», ανέφερε ο Λουκ Μάλιντερ, εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού. «Έχουν αφήσει πίσω τα σπίτια τους και δεν ξέρουν αν θα τα ξαναδούν ή πότε θα επιστρέψουν», πρόσθεσε.
Στη Φλιν Φλον, μια μικρή μεταλλευτική πόλη περίπου 800 χιλιόμετρα βόρεια της Γουίνιπεγκ, η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Ο δήμαρχος Τζορτζ Φοντέιν δήλωσε πως το τελευταίο λεωφορείο εκκένωσης ετοιμαζόταν να αναχωρήσει την ώρα που οι φλόγες βρίσκονταν μόλις 500 μέτρα από την περίμετρο του οικισμού. Η ατμόσφαιρα, όπως είπε, ήταν φορτισμένη, ενώ οι πυροσβεστικές δυνάμεις προσπαθούσαν να ανακόψουν τη φωτιά υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες ορατότητας λόγω του πυκνού καπνού, που καθιστούσε αδύνατες τις εναέριες ρίψεις νερού.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών, η φετινή αντιπυρική περίοδος προβλέπεται ιδιαίτερα δύσκολη. Για τον Ιούνιο και τον Ιούλιο αναμένεται να ξεπεράσει τις συνήθεις τιμές σε μεγάλο μέρος του κεντρικού και δυτικού Καναδά, ενώ για τον Αύγουστο οι συνθήκες αναμένεται να είναι «σημαντικά ανώτερες του μέσου όρου», λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας που πλήττει ευρείες περιοχές της χώρας, καλυμμένες σε μεγάλο βαθμό από δάση και φυσική βλάστηση.