Ένας ηλικιωμένος κτηνοτρόφος άνω των 70 ετών από τη Θεσσαλία έχασε τη ζωή του την Παρασκευή, ύστερα από μόλυνση από τσιμπούρι που οδήγησε σε Αιμορραγικό Πυρετό Κριμαίας-Κονγκό. Ο άνδρας νοσηλευόταν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, με την κατάστασή του να επιδεινώνεται σταδιακά, μέχρι που υπέκυψε.
Παράλληλα, θετική στον ίδιο ιό διαγνώστηκε και μια 54χρονη γιατρός που είχε αναλάβει τη φροντίδα του ασθενή. Η γιατρός βρίσκεται απομονωμένη, ενώ σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η υγεία της παραμένει σε ικανοποιητική κατάσταση. Ο ΕΟΔΥ τέθηκε σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας, ενώ ξεκίνησε άμεσα διαδικασία ιχνηλάτησης των επαφών του περιστατικού. Τα άτομα που χαρακτηρίστηκαν ως επαφές μεσαίου ή υψηλού κινδύνου θα παρακολουθούνται για διάστημα 14 ημερών για πιθανή εκδήλωση συμπτωμάτων.
Ο Αιμορραγικός Πυρετός Κριμαίας – Κονγκό είναι μια ιογενής νόσος με παγκόσμια εξάπλωση, η οποία μεταδίδεται είτε μέσω δήγματος τσιμπουριού είτε μέσω άμεσης επαφής με μολυσμένο αίμα, ιστούς ή σωματικά υγρά. Όπως επισημαίνει ο ΕΟΔΥ, άγρια αλλά και οικόσιτα ζώα ενδέχεται να φέρουν τον ιό χωρίς να παρουσιάζουν συμπτώματα, ωστόσο μπορούν να μολύνουν τα τσιμπούρια, τα οποία με τη σειρά τους είναι ικανά να μεταδώσουν τον ιό σε άλλα ζώα ή και σε ανθρώπους. Η ασθένεια μπορεί να εμφανιστεί με διαφορετική ένταση, από εντελώς ασυμπτωματική ή ήπιας μορφής εμπύρετη κατάσταση έως πολύ σοβαρές μορφές. Τα συμπτώματα συνήθως εκδηλώνονται από μία έως και δεκατέσσερις ημέρες μετά την έκθεση και περιλαμβάνουν απότομα αυξημένο πυρετό, ρίγος, πονοκέφαλο, μυϊκούς πόνους, αρθραλγίες, αίσθημα κόπωσης, ζάλη, πονόλαιμο, στομαχικό πόνο, ναυτία, διάρροια και εμετούς. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρούνται διαταραχές στη διάθεση ή στη συνείδηση, ενώ στις πιο βαριές περιπτώσεις εμφανίζονται αιμορραγικά συμπτώματα, ανεπάρκεια πολλών οργάνων και κυκλοφορική καταπληξία. Το ποσοστό θνησιμότητας της νόσου στους νοσηλευόμενους κυμαίνεται μεταξύ 30% και 50%, ενώ μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ειδική θεραπευτική αγωγή.
Σε παγκόσμιο επίπεδο καταγράφονται κάθε χρόνο περίπου 10.000 έως 15.000 περιστατικά. Η νόσος έχει εντοπιστεί σε τουλάχιστον 30 χώρες της Ασίας, της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, ενώ στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχουν εμφανιστεί κρούσματα σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Αλβανία, Κόσοβο, Βόρεια Μακεδονία), Ισπανία, Πορτογαλία, Γεωργία, Ρωσία, Ουκρανία και Τουρκία. Στην Ελλάδα, είχε αναφερθεί παλαιότερα ένα εγχώριο κρούσμα το 2008 στη Θράκη. Οι ομάδες που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο είναι όσοι ασχολούνται με δραστηριότητες στην ύπαιθρο, αγροτικές και ορεινές περιοχές, ή έρχονται σε επαφή με σωματικά υγρά ή αίμα ζώων, όπως αγρότες, βοσκοί, κυνηγοί, κτηνοτρόφοι, εργάτες σφαγείων, κατασκηνωτές, φυσιολάτρες, ορειβάτες, αλλά και επαγγελματίες υγείας που ενδέχεται να φροντίσουν ασθενείς.
Για τον συντονισμό των μέτρων προστασίας και αντιμετώπισης, οι αρμόδιες υγειονομικές και κτηνιατρικές αρχές σε εθνικό και τοπικό επίπεδο βρίσκονται σε συνεχή συνεργασία. Οι ενέργειες οργανώνονται από το Υπουργείο Υγείας, τον ΕΟΔΥ και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σε συνεννόηση με τις περιφερειακές αρχές.
Την Παρασκευή πραγματοποιήθηκε Συνάντηση Εργασίας με τη συμμετοχή φορέων από την τοπική και την κεντρική διοίκηση, ειδικών επιστημόνων, υγειονομικών και κτηνιατρικών υπηρεσιών. Στο τραπέζι των συζητήσεων βρέθηκαν εκπρόσωποι του Υπουργείου Υγείας, του ΕΟΔΥ, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Αρμποϊών και Αιμορραγικών Πυρετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, η Περιφέρεια Θεσσαλίας, καθώς και επιστήμονες από τον ΕΛΓΟ-Δήμητρα και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στην ιστοσελίδα του ΕΟΔΥ (https://eody.gov.gr/disease/tsimpoyria-krotones/) διατίθενται περισσότερες πληροφορίες για τους τρόπους πρόληψης και προστασίας από τα τσιμπούρια. Για οποιαδήποτε διευκρίνιση, ο Οργανισμός διαθέτει και τηλεφωνική γραμμή επικοινωνίας στα 1133, 210.5212385 και 210.5212355.
Ο ΕΟΔΥ συνιστά την αυστηρή τήρηση μέτρων προσωπικής προστασίας από τα τσιμπούρια, ειδικά για άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου ή κινούνται στην περιοχή όπου εντοπίστηκε το περιστατικό. Αν και ο κίνδυνος μόλυνσης θεωρείται χαμηλός για τον γενικό πληθυσμό, λόγω της σοβαρότητας που μπορεί να έχει η νόσος, η πρόληψη παραμένει κρίσιμη.
Μεταξύ άλλων, συνιστάται αποφυγή περιοχών με πιθανή παρουσία τσιμπουριών, όπως δάση, λιβάδια και μέρη με πυκνή βλάστηση. Σε περίπτωση αναγκαίας παρουσίας, προτείνεται η χρήση ανοιχτόχρωμων ρούχων που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιφάνεια του σώματος, γαντιών, εντομοαπωθητικών και κλειστών παπουτσιών. Συνιστάται επίσης επιθεώρηση του σώματος και των ρούχων μετά από κάθε δραστηριότητα στην ύπαιθρο, καθώς και άμεσο ντους ή μπάνιο με την επιστροφή στο σπίτι.
Εάν εντοπιστεί τσιμπούρι στο δέρμα, είναι απαραίτητο να αφαιρεθεί σωστά με ειδικό τσιμπιδάκι και όχι με γυμνά χέρια. Σε περίπτωση αδυναμίας απομάκρυνσής του με ασφάλεια, πρέπει να ζητείται βοήθεια από γιατρό ή Κέντρο Υγείας. Επιπλέον, επιβάλλεται η χρήση γαντιών κατά τον χειρισμό ζώων και η αποφυγή κατανάλωσης μη παστεριωμένων γαλακτοκομικών προϊόντων.
Για την αποτροπή πιθανής μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο, προτείνεται η αποφυγή επαφής με άτομα που φέρουν συμπτώματα, η χρήση προστατευτικού εξοπλισμού κατά την παροχή φροντίδας και η τακτική υγιεινή των χεριών. Οι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να τηρούν αυστηρά τους κανόνες πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων σε κάθε επαφή με ασθενείς.
Στα άμεσα μέτρα περιλαμβάνονται η καταγραφή και παρακολούθηση των επαφών του περιστατικού, δράσεις ενημέρωσης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, έλεγχοι σε ζώα και τσιμπούρια στην περιοχή, στοχευμένες απεντομώσεις, και οροεπιδημιολογικές έρευνες στον πληθυσμό της περιοχής. Ειδικά μέτρα θα εφαρμοστούν και στα ζώα, υπό την επίβλεψη των αρμόδιων κτηνιατρικών υπηρεσιών, ενώ ιδιαίτερη προσοχή καλούνται να δείξουν όσοι ανήκουν σε ευάλωτες κατηγορίες.