Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο υπερφορολόγησης και παράλληλα με αποκλεισμό από την οικονομική ενίσχυση των 250 ευρώ που έχει προγραμματιστεί για τον προσεχή Νοέμβριο, βρίσκονται αρκετοί δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου.
Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει εξαιτίας της αδυναμίας (ή αμέλειας) του ΕΦΚΑ να αποδώσει εγκαίρως τις θεσμοθετημένες παροχές, με αποτέλεσμα πολλές χήρες –κατά κύριο λόγο, αλλά και άνδρες που λαμβάνουν σύνταξη χηρείας– να μένουν εκτός του επιδόματος, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται καταχωρημένοι ως οφειλέτες στο σύστημα ασφάλισης.
Παράλληλα, η διοίκηση αποφεύγει να επιλύσει το ζήτημα, αφενός για να μην έρθει στο φως ότι οι συντάξεις λόγω θανάτου, μετά από τριετία, περιορίζονται ουσιαστικά σε επίδομα που ανέρχεται στο 35% της αρχικής παροχής όταν ο επιζών σύζυγος εργάζεται ή λαμβάνει δική του σύνταξη, και αφετέρου για να μην χρειαστεί να διεκδικήσει επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από ασφαλισμένους, στους οποίους δεν ανήκει η ευθύνη. Αυτό συμβαίνει μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία το κυβερνητικό σχήμα βρίσκεται υπό πίεση εξαιτίας διαφόρων αποκαλύψεων.
Το πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός ότι εξακολουθεί να καταβάλλεται στο 70% η δεύτερη σύνταξη (λόγω χηρείας), ακόμα και όταν ο δικαιούχος έχει εισόδημα από εργασία ή από σύνταξη που δικαιούται ο ίδιος.
Πρόκειται για περιπτώσεις που είναι ιδιαίτερα συχνές μεταξύ των ασφαλισμένων του πρώην ΙΚΑ, των ειδικών ταμείων και του ΟΑΕΕ, ενώ λιγότερο εντοπίζονται στους συνταξιούχους του Δημοσίου και σχεδόν καθόλου στους δικαιούχους του πρώην ΟΓΑ. Σε αυτές τις περιπτώσεις:
– Οι συνταξιούχοι καταγράφονται από τον ΕΦΚΑ ως χρεωστικοί, αν και η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα.
– Εμφανίζονται να λαμβάνουν, θεωρητικά, διπλάσιο ποσό σύνταξης, δηλαδή 70% αντί για 35%.
– Υποχρεώνονται να πληρώνουν επιπλέον φόρους, καθώς το συνολικό ετήσιο εισόδημά τους διογκώνεται τεχνητά λόγω των δύο πηγών εισοδήματος (σύνταξη και εργασία ή άλλη σύνταξη).
– Επιβαρύνονται με αυξημένες κρατήσεις υπέρ Υγείας (6% από κάθε εισοδηματική πηγή, με ορισμένους να πληρώνουν εισφορές από έως και τέσσερις διαφορετικές παροχές: κύρια και επικουρική του θανόντος και κύρια και επικουρική δική τους).
– Υπάγονται συχνά στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ), καθώς το συνολικό ποσό από επικουρικές υπερβαίνει τα 300 ευρώ ή από κύριες ξεπερνά τα 1.433 ευρώ.
– Εν τέλει, σε περιπτώσεις όπου το τεκμαρτό εισόδημα υπερβαίνει τα 14.000 ευρώ τον χρόνο, αποκλείονται από την έκτακτη παροχή των 250 ευρώ που έχει προγραμματιστεί για το φθινόπωρο.
Επιπλέον, για την καταβολή του επιδόματος των 250 ευρώ, πέρα από το εισοδηματικό όριο, θα πρέπει να πληρούνται και οι ακόλουθες συνθήκες:
α) Ο δικαιούχος θα πρέπει να έχει κλείσει το 65ο έτος της ηλικίας του έως και την 31η Δεκεμβρίου του έτους πριν από αυτό στο οποίο χορηγείται η ενίσχυση. Η συγκεκριμένη προϋπόθεση δεν εφαρμόζεται για άτομα που λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας.
β) Το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του δικαιούχου, ανεξαρτήτως προέλευσης και μορφής (φορολογούμενο ή αφορολόγητο, πραγματικό ή τεκμαρτό), δεν πρέπει να ξεπερνά για το προηγούμενο φορολογικό έτος τα 14.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή τα 26.000 ευρώ αν πρόκειται για έγγαμο ή πρόσωπο με σύμφωνο συμβίωσης.
γ) Η συνολική αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας του δικαιούχου, του/της συζύγου ή του μέρους συμφώνου συμβίωσης καθώς και των εξαρτώμενων μελών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ για τους άγαμους και των 300.000 ευρώ για τους εγγάμους ή για τα ζευγάρια με σύμφωνο συμβίωσης, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση τον ΕΝΦΙΑ του αντίστοιχου έτους.