Παρά τη σταδιακή μείωση των βασικών επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από τα τέλη του 2023, το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει αισθητά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, με τις πιστωτικές κάρτες να καταγράφουν τη μεγαλύτερη απόκλιση.
Πιστωτικές κάρτες: Σχεδόν διπλάσιο κόστος
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα επιτόκια στις πιστωτικές κάρτες (και τα λοιπά καταναλωτικά δάνεια χωρίς καθορισμένη διάρκεια) φτάνουν το 14,61%, όταν στην ευρωζώνη το αντίστοιχο επιτόκιο είναι μόλις 7,83%. Το «σπρεντ» των 6,78 ποσοστιαίων μονάδων μεταφράζεται σε 87% ακριβότερο κόστος στην Ελλάδα.
Μόνο η Λετονία (16,24%) και η Εσθονία (17,89%) καταγράφουν υψηλότερα επιτόκια στην κατηγορία αυτή.
Παρά τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 2 μονάδες, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει μόλις κατά μισή μονάδα τα επιτόκια στις πιστωτικές κάρτες.
Καταναλωτικά δάνεια: Υψηλή απόκλιση
Στα καταναλωτικά δάνεια καθορισμένης διάρκειας, το επιτόκιο στην Ελλάδα είναι 11,24%, έναντι 7,53% στην ευρωζώνη – διαφορά 3,71 ποσοστιαίων μονάδων.
Δάνεια μικρών επιχειρήσεων: Επιπλέον βάρος
Για δάνεια προς ατομικές επιχειρήσεις, το επιτόκιο στη χώρα φτάνει το 6,91%, τη στιγμή που στην ευρωζώνη είναι 4,11%, δηλαδή διαφορά 2,80 μονάδων.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η εσωτερική διάκριση μεταξύ μικρών και μεγάλων εταιρικών δανείων. Στην ευρωζώνη:
- για ποσά έως 250.000 ευρώ: επιτόκιο 3,78%
- για ποσά άνω του 1 εκατ. ευρώ: επιτόκιο 3,26%
Η διαφορά των 52 μονάδων βάσης επιβεβαιώνει ότι οι μικρές επιχειρήσεις επιβαρύνονται σημαντικά περισσότερο, ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, με λιγότερες εναλλακτικές χρηματοδότησης.
Στεγαστικά δάνεια: Χαμηλό σπρεντ, αλλά χαμηλό ενδιαφέρον
Στα στεγαστικά δάνεια, η εικόνα δείχνει ονομαστική σύγκλιση: 3,57% το επιτόκιο στην Ελλάδα, 3,30% στην ευρωζώνη (σπρεντ μόλις 0,27 μονάδες).
Ωστόσο, η μικρή διαφορά οφείλεται περισσότερο στη χαμηλή ζήτηση για νέα δάνεια, καθώς οι καταναλωτές παραμένουν επιφυλακτικοί λόγω της εμπειρίας της προηγούμενης δεκαετίας με τα «κόκκινα δάνεια». Οι τράπεζες ρίχνουν τα επιτόκια σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της αγοράς ακινήτων, χωρίς να σημειώνεται ουσιαστική αύξηση στη χορήγηση στεγαστικών.