Δεκατρείς άνθρωποι δολοφονήθηκαν το πρωί της Τρίτης μέσα σε τζαμί στην πολιτεία Κατσίνα, στη βορειοδυτική Νιγηρία, ύστερα από επίθεση ενόπλων, παρά τις πρόσφατες συμφωνίες «ειρήνης» που είχαν στόχο τον περιορισμό της δράσης εγκληματικών οργανώσεων, σύμφωνα με έκθεση ειδικών του ΟΗΕ την οποία επικαλείται το Γαλλικό Πρακτορείο.
Εδώ και χρόνια, συμμορίες που οι αρχές και οι κάτοικοι αποκαλούν γενικά bandits («ληστοσυμμορίτες») έχουν εντείνει τις επιθέσεις τους στη βορειοδυτική και την κεντρική Νιγηρία, λεηλατώντας χωριά, απαγάγοντας πολίτες για λύτρα και πυρπολώντας σπίτια. Καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας αποτυγχάνουν να ελέγξουν την κατάσταση, ορισμένες κοινότητες επιλέγουν να συνάπτουν συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός με τις συμμορίες, ιδιαίτερα στην Κατσίνα.
Στη Μαλουμφάσι, ωστόσο, όπου σημειώθηκε η επίθεση, δεν είχε συναφθεί τέτοια συμφωνία. Σύμφωνα με την αναφορά, χθες το πρωί ένοπλοι εισέβαλαν σε τζαμί στην πόλη Ούνγκουαν Μαντάου. Η επίθεση θεωρείται αντίποινα για στρατιωτική επιχείρηση που απέτρεψε προηγούμενη απόπειρα εισβολής στην περιοχή.
Το έγγραφο προειδοποιεί για αύξηση της εγκληματικότητας στην πολιτεία Κατσίνα, τονίζοντας ότι οι συμμορίες φαίνεται να επιδιώκουν να «εκμεταλλευθούν τα κενά ασφαλείας βραχυπρόθεσμα». Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της αστυνομίας της πολιτείας, Αμπουμπακάρ Σαντίκ-Αλίγιου, έδωσε ακόμη βαρύτερο απολογισμό, μιλώντας για 15 νεκρούς.
Παρά τις συμφωνίες «ειρήνης», οι bandits διατήρησαν το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού τους και αξιοποίησαν τις καταπαύσεις του πυρός για να δημιουργήσουν ασφαλή καταφύγια σε ορισμένες περιοχές, ενώ συνέχισαν τη δράση τους σε άλλες. Ενδεικτικά, συμφωνία που υπεγράφη τον Νοέμβριο στη Μπίρνιν Γκουάρι, στην πολιτεία Καντούνα, οδήγησε σε μείωση των επιθέσεων εκεί, αλλά πυροδότησε αύξηση της βίας στις γειτονικές πολιτείες Κατσίνα και Νίγηρα.
Παρόμοια κατάπαυση του πυρός συμφωνήθηκε και στη Ζαμφαρά μεταξύ των αρχών και του αρχηγού συμμορίας Μπέλο Τούρτζι, όμως αρκετοί κάτοικοι δήλωσαν στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι δεν εγκρίνουν ούτε αποδέχονται τέτοιες διευθετήσεις.
Η έξαρση του φαινομένου, γνωστού ως «συμμοριτισμός», έχει τις ρίζες της στις συγκρούσεις για τη χρήση γης και την πρόσβαση σε περιορισμένους υδάτινους πόρους μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών. Σταδιακά, πολλές ένοπλες ομάδες μετατράπηκαν σε οργανωμένα δίκτυα εγκληματιών, με τις ζωοκλοπές και τις απαγωγές να εξελίσσονται σε εξαιρετικά προσοδοφόρες δραστηριότητες σε περιοχές που παραμένουν παραμελημένες από το κράτος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οι συμμορίες επιβάλλουν ακόμη και δική τους «φορολογία» σε αγρότες και επαγγελματίες.