Αυξήσεις στις συντάξεις της τάξης του 2,3%-2,4% υπολογίζει η κυβέρνηση ότι θα δοθούν από τον Ιανουάριο, με βάση τα τρέχοντα μακροοικονομικά στοιχεία, δήλωσε ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Θάνος Πετραλιάς στον ραδιοφωνικό σταθμό Alpha.
Η ρύθμιση αυτή αφορά τους συνταξιούχους που δεν έχουν προσωπική διαφορά, ενώ για όσους διατηρούν προσωπική διαφορά, η αύξηση θα αποδοθεί κατά το ήμισυ φέτος και στο σύνολό της το 2027, όπως είχε ανακοινωθεί στη ΔΕΘ.
Ο υπολογισμός της αύξησης βασίζεται στον μέσο όρο της προβλεπόμενης ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Η επικαιροποίηση του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου του περασμένου Απριλίου προβλέπει ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμό 2,4%. Τα δύο ποσοστά αθροίζονται και διαιρούνται διά του δύο, προκειμένου να εξαχθεί το τελικό μέγεθος της αύξησης. Ωστόσο, τα πραγματικά δεδομένα μπορεί να διαφοροποιηθούν και θα αποτυπωθούν οριστικά στον προϋπολογισμό του 2026 που θα κατατεθεί τον Νοέμβριο.
Ήδη, τα στοιχεία δείχνουν μικρές αποκλίσεις: ο πληθωρισμός στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου διαμορφώθηκε στο 2,55%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο έφτασε στο 2%. Η πρόβλεψη είναι ότι το τρίτο τρίμηνο θα υπάρξει ανάκαμψη, ενώ η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να προχωρήσει σε αναθεώρηση των δεδομένων. Οι περισσότερες εκτιμήσεις τοποθετούν την ετήσια ανάπτυξη μεταξύ 2,1% και 2,3%.
Σε ό,τι αφορά τα περιθώρια νέων παροχών, ο κ. Πετραλιάς εξήγησε ότι φέτος αξιοποιήθηκε πλήρως το επιπλέον δημοσιονομικό περιθώριο από την καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2024, τόσο για τις παροχές του Απριλίου –μεταξύ των οποίων τα 250 ευρώ στις συντάξεις και η επιστροφή ενός ενοικίου– όσο και για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ. «Υπάρχει συγκεκριμένο όριο δαπανών και προς το παρόν έχουμε φτάσει στο ανώτατο όριο», τόνισε.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, ο οποίος σε δηλώσεις του στον ΣΚΑΪ υπογράμμισε ότι ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος για το 2026 είναι 1,76 δισ. ευρώ και έχει ήδη καλυφθεί εξ ολοκλήρου. «Δεν υπάρχει ούτε ένα ευρώ παραπάνω, διαφορετικά μπαίνουμε σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος», σημείωσε.
Αναφερόμενος στη μείωση του ΦΠΑ στα ακριτικά νησιά, ο κ. Πιερρακάκης εξήγησε ότι η απόφαση συνδέεται με ζητήματα ισορροπίας και δικαιοσύνης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε ανισότητα. «Για παράδειγμα, στη Χίο εφαρμόζεται μειωμένος ΦΠΑ, αλλά όχι στα γειτονικά Ψαρά. Αυτό έπρεπε να διορθωθεί», είπε, διευκρινίζοντας ότι υπήρχε σχετική ευρωπαϊκή οδηγία που επέτρεπε εξαιρέσεις σε περιοχές με υψηλό μεταφορικό κόστος. «Η ιδιαιτερότητα των μικρών νησιών είναι αυτή που καθορίζει την παρέμβαση», συμπλήρωσε.