Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο ΕΡΤnews, επισήμανε ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζεται πλέον διεθνώς ως παράδειγμα επιτυχίας». Όπως ανέφερε, αυτό αποτυπώνεται και στη σύγκριση των αποδόσεων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων με εκείνων άλλων χωρών, όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Αναφερόμενος στις πιο συγκρατημένες προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική ανάπτυξη, σε σχέση με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, ο Υπουργός εξήγησε ότι πρόκειται για μια συνήθη τακτική. «Οι συγκρατημένες αυτές προβλέψεις έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα πάνω. Η πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι τώρα 2%, αναθεωρημένη από το 1,8. Αλλά και το 2023 έχει συμβεί το ίδιο. Το 2024 έχει συμβεί το ίδιο. Αν δεν κάνω λάθος, το 2023 η πρόβλεψη του ΔΝΤ ήταν μισή μονάδα κάτω από αυτό το οποίο τελικά έλαβε χώρα. Το 2024 ήταν 0,3 κάτω. Είμαι πολύ αισιόδοξος ότι θα καταφέρουμε, με το καλό, να πετύχουμε ακριβώς όσα έχουμε προβλέψει στο σχέδιο του προϋπολογισμού. Ανάπτυξη 2,4%», σημείωσε.
Ο κ. Πιερρακάκης υπογράμμισε ότι η Ελλάδα έχει πλέον «επιλύσει τη δημοσιονομική της εξίσωση», καθώς το βασικό πρόβλημα των προηγούμενων δεκαετιών έχει αντιμετωπιστεί. «Παράγουμε πλέον πρωτογενή πλεονάσματα, το χρέος μας κάθε χρόνο μειώνεται και με βάση τα στοιχεία τα οποία έχουμε, το 2026 θα είναι περίπου στο 137,6% του ΑΕΠ. Και βέβαια ο ρυθμός ανάπτυξης είναι αρκετά μεγαλύτερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η πρόβλεψη στο προσχέδιο του προϋπολογισμού είναι για 2,4%. Είναι ένας ρυθμός διπλάσιος περίπου εκείνου του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, ο Υπουργός απέδωσε την πρόοδο «στις αντοχές του ελληνικού λαού, στα πολύ δύσκολα χρόνια όπου χάσαμε το 25% του ΑΕΠ μας». Όπως σημείωσε, «είχαμε μια υπαρξιακή κρίση και πολλοί χαρακτήρισαν τη δεκαετία αυτή μια χαμένη δεκαετία. Εμείς καταφέραμε να σταθούμε όρθιοι. Καταφέραμε να περάσουμε πολύ δύσκολες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές». Τόνισε ότι «οι αντοχές του ελληνικού λαού και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που ήρθαν μετά, ειδικά τα τελευταία έξι χρόνια, έχουν δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο που μας κάνει αισιόδοξους για ακόμη περισσότερα επιτεύγματα».
Αναφερόμενος στις προκλήσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν, υπογράμμισε: «Φυσικά και δεν έχουμε λύσει όλα τα προβλήματά μας και αυτό είναι κάτι το οποίο συζητάμε όλοι εδώ με τους ομολόγους μου». Επεσήμανε τη σημασία των μεταρρυθμίσεων που μετατρέπουν τα προβλήματα σε ευκαιρίες ανάπτυξης, φέρνοντας ως παράδειγμα το δημογραφικό ζήτημα. «Αν δείτε τα μέτρα της ΔΕΘ, όλα αυτά δομήθηκαν γύρω από μια μεγάλη μεταρρύθμιση του συστήματος φορολογίας μας — είναι η μεγαλύτερη μείωση της άμεσης φορολογίας στη μεταπολίτευση — αλλά είχε μία έμφαση στο δημογραφικό πρόβλημα. Οικογένειες με παιδιά, νέοι που μπαίνουν στην αγορά εργασίας, ελληνική περιφέρεια. Αυτά τα τρία μαζί ήταν οι πυλώνες αυτής της μεταρρύθμισης», ανέφερε.
Πρόσθεσε ότι «οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν βαθύ δημογραφικό πρόβλημα, όμως είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα φορολογικό σύστημα που αναγνωρίζει αυτό το ζήτημα». Όπως είπε, στόχος είναι η ανάπτυξη «να φτάσει σε κάθε σπίτι και σε κάθε ελληνική οικογένεια». Τόνισε επίσης ότι «για να το πετύχουμε αυτό, θέλουμε να προχωρήσουμε σε μείωση και άλλων φόρων. Έχουμε μειώσει 83 φόρους και εισφορές τα τελευταία έξι χρόνια, αλλά χρειάζονται ακόμα περισσότερα για να φτάσει η χώρα μας εκεί που πρέπει».
Αναφερόμενος στην έκθεση του ΔΝΤ «Διεθνές Παρατηρητήριο», που προβλέπει ότι το παγκόσμιο χρέος θα φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα από το 1948, ο Υπουργός επεσήμανε ότι η Ελλάδα «ακολουθεί αντίθετη πορεία». «Ήμασταν κοντά στο 210%, ποσοστό στο οποίο είχαμε φτάσει στα χρόνια, ειδικά μετά τον Covid-19. Τώρα πάμε για το 137,6% του ΑΕΠ στο χρέος μας και ελπίζω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να είμαστε σε θέση να πούμε ότι η Ελλάδα δεν θα είναι πλέον η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», είπε.
Απέδωσε τη βελτίωση αυτή στην «εξαιρετική δουλειά των στελεχών του ΟΔΔΗΧ», υπογραμμίζοντας ότι «όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί του ΟΔΔΗΧ έχουν κάνει, ανεξάρτητα από κυβέρνηση, μια εξαιρετική δουλειά τα τελευταία χρόνια». Αναφέρθηκε, επίσης, στην πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του πρώτου μνημονίου, σημειώνοντας ότι αυτό «δείχνει στις διεθνείς αγορές και στους εταίρους μας πως η Ελλάδα έχει αλλάξει».
Ο κ. Πιερρακάκης μίλησε ακόμη για το θετικό επενδυτικό περιβάλλον, επισημαίνοντας ότι στόχος είναι να αυξηθούν οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές. Όπως είπε, «στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν εμπόδια στις υπηρεσίες που αντιστοιχούν σε δασμό 110%, ενώ στη μεταποίηση φτάνουν το 45%. Αφαιρώντας αυτά τα εμπόδια, ανοίγει ο δρόμος για νέες διασυνοριακές επενδύσεις και μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης».
Παρουσίασε μάλιστα τρία παραδείγματα αυτής της προσέγγισης: «Στην πρόταση εξαγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τη Euronext, στην πρόταση αύξησης του ποσοστού της UniCredit στην Alpha Bank και στην εξαγορά της HSBC Malta από την Credia Bank». Όπως ανέφερε, «θέλουμε περισσότερες ξένες επενδύσεις σε τομείς όπως οι υποδομές και η ενέργεια, καθώς και σε πεδία όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν τεχνογνωσία και κεφάλαια από το εξωτερικό».
Ο Υπουργός υπογράμμισε ότι η Ελλάδα αλλάζει σταδιακά το παραγωγικό της μοντέλο. «Όταν ήμουν Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, έλεγα ότι η Ελλάδα πάντα είχε το hardware, αλλά δεν είχε το software. Είχαμε τη σωστή πρώτη ύλη, αλλά όχι τη στρατηγική, τους θεσμούς και τις πολιτικές για να προσελκύσουμε επενδύσεις», τόνισε. Όπως είπε, «το 2019 οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν στο 11% του ΑΕΠ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 21,2%. Σήμερα βρισκόμαστε στο 15,3% και το 2026 αναμένεται να φτάσουμε το 18%. Αυτή η πορεία δείχνει τη σταδιακή μεταμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας».
Τέλος, σχολιάζοντας την έκθεση Ντράγκι και το ερώτημα για την εφαρμογή της, επισήμανε ότι υπάρχουν «εμπειρικές παρατηρήσεις» σχετικά με τα εμπόδια ανάμεσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες και την ανάγκη για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία. «Ακόμη δεν έχουμε κατακτήσει τη συνθήκη της κλίμακας για να μεγαλώνουμε τις επιχειρήσεις μας. Δεν χρειαζόμαστε εθνικούς πρωταθλητές, αλλά Ευρωπαίους πρωταθλητές. Πρέπει να έχουμε μία ενιαία αγορά χωρίς εμπόδια. Είναι εφικτό; Πάμε προς αυτή την κατεύθυνση; Πρέπει να κινηθούμε πολύ γρηγορότερα», κατέληξε.