Η φθορά του οράματος, η απουσία ηγετικής φυσιογνωμίας, η έλλειψη συνεννόησης και συνεργασίας ανάμεσα στις ηγεσίες των κομμάτων, αλλά και οι ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές, αποτελούν – σύμφωνα με τους πολίτες – τις βασικές αιτίες της πολυδιάσπασης του χώρου της Αριστεράς στην Ελλάδα. Τα συμπεράσματα προκύπτουν από δημοσκόπηση της Prorata που δόθηκε στη δημοσιότητα, για την πορεία και τις προοπτικές της ευρύτερης κεντροαριστεράς.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σε συνεργασία με την εταιρεία Prorata, φέρει τον τίτλο «Το αριστερό ημισφαίριο και η ανασύνθεση της Αριστεράς» και αποτελεί συνέχεια αντίστοιχης που είχε διεξαχθεί τον Φεβρουάριο του 2024.
Ο συντονιστής του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ, επίκουρος καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κώστας Ελευθερίου, τόνισε πως «ο διαπιστωμένος κατακερματισμός της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του σημερινού κομματικού ανταγωνισμού». Όπως επισημαίνει, το φαινόμενο αυτό «δεν αντανακλά μόνο εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αλλά κυρίως την αδυναμία κάποιου κόμματος να λειτουργήσει ως δύναμη πρωτοβουλίας, ικανή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας ενωτικής διαδικασίας και μιας αξιόπιστης εναλλακτικής απέναντι στο κυβερνών κόμμα».
Στην ερώτηση για τα αίτια της πολυδιάσπασης, το 38% των αριστερών και κεντροαριστερών ψηφοφόρων αποδίδει το πρόβλημα στο έλλειμμα συνεννόησης μεταξύ των ηγεσιών, ποσοστό που αγγίζει το 58% στους δυνητικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, οι υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25 και του Κινήματος Δημοκρατίας θεωρούν ότι η απαξίωση της Αριστεράς λόγω της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κύριος λόγος (46%, 45%, 38% και 35% αντίστοιχα). Οι ψηφοφόροι της Πλεύσης Ελευθερίας τονίζουν την απουσία ηγετικής φυσιογνωμίας (43%), ενώ εκείνοι της Νέας Αριστεράς επισημαίνουν κατά 44% τη φθορά του οράματος της Αριστεράς.
Όσον αφορά τον στόχο στον οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί η Αριστερά, το 38% ζητά τη διαμόρφωση ρεαλιστικού προγράμματος κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, το 37% την ενότητα των κομμάτων, το 35% τη χάραξη νέου οράματος, το 29% την ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις επόμενες εκλογές και το 12% τη δημιουργία ενός «κόμματος Τσίπρα». Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ προκρίνουν την ενότητα και τη στήριξη ενός τέτοιου κόμματος, οι υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ δίνουν έμφαση στη διαμόρφωση προγράμματος, ενώ οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25 και της Νέας Αριστεράς θεωρούν προτεραιότητα τη χάραξη νέου οράματος και ενός κοινού σχεδίου δράσης.
Σε ό,τι αφορά το κόμμα και τον ηγέτη που θα μπορούσαν να ηγηθούν μιας προσπάθειας ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς, το 19% των αριστερών και κεντροαριστερών ψηφοφόρων επιλέγει ένα νέο κόμμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. συγκεντρώνει 17%. Στον γενικό πληθυσμό τα ποσοστά διαμορφώνονται σε 20% υπέρ του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. και 14% υπέρ ενός κόμματος υπό τον Τσίπρα. Το 33% των δυνητικών αριστερών/κεντροαριστερών ψηφοφόρων θεωρεί ότι ένα νέο «κόμμα Τσίπρα» μπορεί να ηγηθεί της ανασυγκρότησης, ενώ ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός κατατάσσεται πρώτος και στην ερώτηση για το πρόσωπο που θεωρείται ικανότερο να ηγηθεί, με 19%.
Στο σκέλος της οικονομίας, η πλειονότητα των αριστερών και κεντροαριστερών ψηφοφόρων εκφράζει σαφή προτίμηση στη διαχείριση βασικών αγαθών από το κράτος και όχι από τον ιδιωτικό τομέα. Το 85% δηλώνει υπέρ ενός κεντρικά σχεδιασμένου οικονομικού μοντέλου με κρατική μέριμνα, αν και την ίδια στιγμή δηλώνει δυσπιστία απέναντι στο ελληνικό κράτος.
Τέλος, οι πολίτες αναγνωρίζουν στην Αριστερά θεματική υπεροχή σε τομείς όπως η αναδιανομή του πλούτου, τα δικαιώματα των εργαζομένων και η κοινωνική στέγη, ενώ αντίστοιχα θεωρούν ότι η Δεξιά υπερέχει σε ζητήματα ασφάλειας, προστασίας συνόρων και εθνικής ταυτότητας.






















































