Συνεχίζοντας τη δημόσια κριτική του προς την κυβέρνηση, ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ευάγγελος Βενιζέλος, με νέα συνέντευξή του στην «Ελευθερία» της Λάρισας, άσκησε εκτενή πολιτική και θεσμική κριτική. Όπως τόνισε, «η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το ζήτημα όχι ως ουδέτερος θεσμός που σέβεται τη δικαιοσύνη, αλλά ως αντίδικος των γονέων των θυμάτων». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι αυτή η διττή στάση –να εμφανίζεται η κυβέρνηση ταυτόχρονα ως θεσμικός παράγοντας και ως διάδικος– υπονομεύει τη θεσμική αξιοπιστία του κράτους δικαίου, πλήττει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και οδηγεί σε μια πρωτοφανή κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, ο τρόπος διαχείρισης θεμάτων που αφορούν ποινικές έρευνες και διαδικασίες ταυτοποίησης αναδεικνύει έλλειψη συντονισμού και σεβασμού προς τους θεσμούς, γεγονός που εντείνει την κοινωνική δυσπιστία.
«Το μοντέλο του πανίσχυρου πρωθυπουργού δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις»
Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επισήμανε ότι η νέα πολιτική εποχή απαιτεί περισσότερη ωριμότητα, διάλογο και συνεργασία. Όπως είπε, το μοντέλο του «πανίσχυρου αρχηγού πλειοψηφίας» που αποφασίζει μονομερώς για όλα δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις σύνθετες προκλήσεις των καιρών, ούτε να εξασφαλίσει κοινωνική συναίνεση και πολιτική σταθερότητα. «Η χώρα εισέρχεται σε μια φάση πολιτικής ωρίμασης», σημείωσε, «όπου η εξουσία πρέπει να ελέγχεται ουσιαστικά και να λειτουργούν θεσμικά αντίβαρα που θα περιορίζουν την υπερεξουσία και θα ενισχύουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία».
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας και η Κεντροαριστερά
Ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι η εποχή των μονοκομματικών, αυτοδύναμων κυβερνήσεων με απόλυτο έλεγχο της εξουσίας από τον πρωθυπουργό φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Όπως ανέφερε, οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η κοινωνία στρέφεται πλέον σε πιο πολυφωνικά και σύνθετα πολιτικά σχήματα, καθιστώντας αναπόφευκτη τη δημιουργία συνεργασιών και προγραμματικών συγκλίσεων για τη διαμόρφωση σταθερών κυβερνήσεων.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην Κεντροαριστερά, υποστήριξε ότι η προοπτική μιας ουσιαστικής συνεννόησης και ενός αξιόπιστου κυβερνητικού προγράμματος συνεργασίας παραμένει δύσκολη, καθώς τα κόμματα του χώρου επιδιώκουν να διατηρήσουν την πολιτική τους αυτονομία και να ενισχύσουν την εκλογική τους δύναμη αυτόνομα. Αυτή η πολυδιάσπαση, όπως είπε, περιορίζει τη δυνατότητα της αντιπολίτευσης να λειτουργήσει ως ισχυρό αντίβαρο και καθιστά πιο απαιτητική τη συγκρότηση σταθερών κυβερνήσεων, οι οποίες χρειάζονται προγραμματική ωριμότητα και σαφήνεια.
«Το πρώτο κόμμα μετά τις επόμενες εκλογές πρέπει να καθορίσει με σαφήνεια πώς αντιλαμβάνεται ένα βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων», τόνισε, επισημαίνοντας ότι «πρόκειται για πρακτική ευρέως διαδεδομένη στην Ευρώπη, η οποία εξασφαλίζει σταθερότητα και πολιτική συνοχή».






















































