Τέλος στη φημολογία που είχε αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα για ενδεχόμενη συμμετοχή του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και για πιθανή ανάληψη της πρωθυπουργίας σε κυβέρνηση συνεργασίας, έβαλε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής».
Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης τόνισε εκ νέου ότι «η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη», φράση που είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αναλύσεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ενώ απάντησε σε όσους τον κατηγορούν για τις αντικυβερνητικές δηλώσεις του, υποστηρίζοντας ότι δεν τις κάνει λόγω αθέτησης της υπόσχεσης του Κυριάκου Μητσοτάκη να τον προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
«Υποψήφιοι πρωθυπουργοί είναι οι αρχηγοί των κομμάτων» είπε και πρόσθεσε: «Δεν ενοχλούνται από την ανύπαρκτη πιθανότητα να αναλάβω θεσμικό ρόλο που δεν επιδιώκω, αλλά από την προφανή βεβαιότητα ότι ασκώ ως πολίτης το δικαίωμά μου στον πολιτικό λόγο. Είναι περίεργο να θεωρούν κάποιοι ότι έχει τέτοιες φιλοδοξίες ένα πρόσωπο που δηλώνει ότι βρίσκεται στον χώρο της μεταπολιτικής και ασκεί ως πολίτης το δικαίωμά του στον πολιτικό λόγο.
Ελπίζω οι ειδικοί του “πολιτικού ψυχολογισμού”, που λένε ότι ασκώ κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη γιατί αθέτησε τη δέσμευσή του να με προτείνει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να μπουν στον κόπο να ρωτήσουν τον ίδιο αν αληθεύει η ιστορία.
Διαπιστώνουν μήπως ότι ήμουν φιλικός προς την κυβέρνηση πριν από την προεδρική εκλογή και έγινα επικριτικός μετά; Αν θέλουν να εντοπίζουν τα “κίνητρά” μου, μπορούν πολύ απλά να παρακολουθούν πώς εξελίσσονται στη χώρα μας τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, κοινωνικής συνοχής, εθνικής ταυτότητας και δημοσιονομικής επίγνωσης. Τα θέματα που αφορούν την πολιτική μου εμπειρία και την επιστημονική μου εξειδίκευση».
«Το ζήτημα της διακυβερνησιμότητας προηγείται όλων των θεσμικών ζητημάτων»
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος υπογράμμισε ξανά ότι η χώρα «είναι μη διακυβερνήσιμη», προβλέποντας ότι μετά τις εκλογές δεν θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση και θα υπάρξει πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης.
«Το ζήτημα της διακυβερνησιμότητας προηγείται όλων των θεσμικών ζητημάτων. Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη όχι γιατί δεν έχει νόμιμη κυβέρνηση ή γιατί δεν μπορεί να αποκτήσει μετά τις εκλογές μια άλλη νόμιμη κυβέρνηση, που όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι μονοκομματική αλλά συνεργασίας. Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη γιατί το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία των πολιτών, οι παραγωγικές δυνάμεις, οι διανοούμενοι αδυνατούν να οργανώσουν έναν εθνικό διάλογο που θα οδηγήσει σε επικαιροποίηση της εθνικής στρατηγικής και σε ανασύσταση του κοινωνικού συμβολαίου που διεφθάρη την περίοδο της κρίσης και δεν ανανεώθηκε μετά τη λεγόμενη επιστροφή στην κανονικότητα» σημείωσε.
«Εύθραυστη η επόμενη Βουλή»
Απαντώντας σε ερώτηση αν «θεωρεί ότι η επόμενη Βουλή θα είναι τόσο εύθραυστη, ώστε δεν θα καταφέρει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα», ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τόνισε: «Μια Βουλή που κινδυνεύει να διαλυθεί αν δεν διαμορφωθούν οι αναγκαίες συνεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης προφανώς δεν έχει τις προϋποθέσεις να αναθεωρήσει το Σύνταγμα και μάλιστα με αίσθηση της ιστορικότητας της αναθεωρητικής διαδικασίας και χωρίς λαϊκιστικές εξάρσεις».
Υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 86
Ο ίδιος τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 86, «με τρόπο πειστικό για την κοινωνία». Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, η αλλαγή «έχει καταστεί αναγκαία μετά τις αλλεπάλληλες καταστρατηγήσεις του τόσο από την κυβέρνηση Τσίπρα εναντίον πολιτικών αντιπάλων όσο και από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπέρ των ίδιων των μελών της».
Παράλληλα, προειδοποίησε για τον κίνδυνο η χώρα να οδηγηθεί σε κυβέρνηση συνεργασίας με την «άπω Δεξιά», σημειώνοντας ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί συνεκτική και συμπεριληπτική μια κοινωνία όταν, κατά τη Eurostat, η υποκειμενική φτώχεια εκτινάσσεται στην Ελλάδα στο 67% και όταν κυριαρχεί η αίσθηση της ανισότητας και της διαφθοράς.
Ας εξετάσουμε ένα σενάριο, ένα σχήμα μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας που επιτρέπει στον κ. Μητσοτάκη να παραμείνει πρωθυπουργός με κυβερνητικούς εταίρους από την “άπω Δεξιά”, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος και η Αφροδίτη Λατινοπούλου.
Αριθμητικά δύσκολο, αλλά ας το εξετάσουμε. Ένα τέτοιο σχήμα τι θα σημαίνει για τους θεσμούς, τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αναθεώρηση του Συντάγματος; Τι θα σημαίνει για την εξωτερική πολιτική μέσα μάλιστα στις συνθήκες της εποχής Τραμπ; Τι θα σημαίνει για τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας;».






















































