Στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής βρίσκεται το σχέδιο αλλαγής του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, με στόχο τη μείωση των τεκμαρτών επιβαρύνσεων. Η πρόταση που εξετάζεται προβλέπει τον υπολογισμό του εισοδήματος βάσει του 80% ή 90% του κατώτατου μισθού – έναντι του 100% που εφαρμόζεται σήμερα. Μια τέτοια προσαρμογή αναμένεται να μειώσει αισθητά το φορολογικό βάρος για χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι ήδη έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά από τις αλλαγές στο σύστημα φορολόγησης.
Η ελάφρυνση αυτή, όμως, συνοδεύεται από ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών. Το υπουργείο Οικονομικών θέτει σε πλήρη λειτουργία ένα πλαίσιο καθολικής ψηφιακής επιτήρησης για τον εντοπισμό αδήλωτων εισοδημάτων. Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το 67% των επαγγελματιών δηλώνει ετήσια έσοδα κάτω των 10.000 ευρώ – ποσό που δεν επαρκεί για τα καθημερινά έξοδα διαβίωσης, σύμφωνα με την ΑΑΔΕ.
Ολόκληρη η λειτουργία του νέου μοντέλου βασίζεται σε ψηφιακές τεχνολογίες: γενικευμένη χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης από το 2025 μέσω της πλατφόρμας myDATA, διασύνδεση ταμειακών μηχανών με POS, επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και εφαρμογή στοχευμένων, αυτοματοποιημένων ελέγχων σε πραγματικό χρόνο. Επιχειρήσεις όπως τα πρατήρια καυσίμων και οι χώροι εστίασης έχουν ήδη ενταχθεί σε αυτό το σύστημα, με την αποστολή των δεδομένων τους στην ΑΑΔΕ να γίνεται αυτόματα και τις δηλώσεις ΦΠΑ να «κλειδώνουν» χωρίς δυνατότητα παρεμβάσεων.
Στόχος είναι η αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης όχι μέσω αυξημένων φόρων, αλλά μέσω αξιοποίησης διασταυρωμένων ψηφιακών δεδομένων. Τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή: φέτος, πάνω από 400.000 επαγγελματίες κλήθηκαν να καταβάλουν κατά μέσο όρο φόρο 1.735 ευρώ, ποσό σχεδόν τριπλάσιο από το προηγούμενο έτος.
Η νομιμότητα της προσέγγισης αυτής επιβεβαιώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκρινε συνταγματική τη χρήση τεκμαρτού εισοδήματος. Παρότι υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης, αυτή προϋποθέτει πλήρη διαφάνεια σε επίπεδο προσωπικών και οικογενειακών οικονομικών: πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς, χρήση πιστωτικών καρτών, έξοδα διαβίωσης, ακόμα και σε στοιχεία του/της συντρόφου και των προστατευόμενων μελών.