Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν νέες κυρώσεις σε δύο δικαστές –έναν Γάλλο και μια Καναδή– καθώς και σε δύο εισαγγελείς του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο η κυβέρνηση Τραμπ αντιμετωπίζει ως αντίπαλο θεσμό.
Τα μέτρα αυτά έρχονται να προστεθούν στις κυρώσεις που είχαν ανακοινωθεί στις αρχές Ιουνίου, οι οποίες αφορούσαν τέσσερις ακόμη δικαστές του ΔΠΔ. Ήδη από τον Φεβρουάριο, οι ΗΠΑ είχαν στραφεί κατά του γενικού εισαγγελέα του ΔΠΔ, Καρίμ Χαν.
«Σήμερα, ονομάζω την Κίμπερλι Προστ από τον Καναδά, τον Νικολά Γκιγιού από τη Γαλλία, τη Ναζάτ Σαμίμ Χαν από τα Φίτζι και τον Μαμ Μαντιάγε Νιάνγκ από τη Σενεγάλη» για «την απευθείας συμμετοχή τους στις προσπάθειες που κατέβαλε το ΔΠΔ για να διενεργήσει έρευνα, να συλλάβει, να θέσει υπό κράτηση ή να διώξει πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Ισραήλ, χωρίς τη συγκατάθεση της μιας ή άλλης χώρας», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σε δήλωσή του. Και οι τέσσερις εμπλέκονται σε υποθέσεις σχετικές με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Οι αμερικανικές αρχές «έχουν εκφράσει με σαφήνεια την έντονη διαφωνία τους με την πολιτικοποίηση του ΔΠΔ», πρόσθεσε, επισημαίνοντας ότι το Δικαστήριο με έδρα τη Χάγη θεωρείται «απειλή για την εθνική ασφάλεια και εργαλείο που χρησιμοποιείται νομικά κατά των Ηνωμένων Πολιτειών και του στενού συμμάχου τους, του Ισραήλ».
Ο κύριος λόγος δυσαρέσκειας της Ουάσινγκτον είναι οι έρευνες που αφορούν Αμερικανούς στρατιωτικούς στο Αφγανιστάν, οι οποίοι κατηγορούνται για πιθανά εγκλήματα πολέμου, αλλά και τα εντάλματα σύλληψης του ΔΠΔ κατά του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, και του πρώην υπουργού Άμυνας, Γιόαβ Γκάλαντ, που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στον πόλεμο στη Γάζα.
Οι νέες κυρώσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ, δέσμευση πιθανών περιουσιακών στοιχείων εντός της χώρας και απαγόρευση οποιασδήποτε οικονομικής συναλλαγής με τα συγκεκριμένα πρόσωπα.