Βαρύ πλήγμα στο κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης σχετικά με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ότι δηλαδή οι κατά καιρούς αρμόδιοι υπουργοί δεν είχαν γνώση των όσων συνέβαιναν, αποτέλεσε η χθεσινή κατάθεση της πρώην προϊσταμένης της Διεύθυνσης Άμεσων Ενισχύσεων του Οργανισμού, Παρασκευής Τυχεροπούλου, ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για το σκάνδαλο.
Η Π. Τυχεροπούλου περιέγραψε με λεπτομέρειες τους μηχανισμούς που λειτουργούσαν εντός του ΟΠΕΚΕΠΕ, κατονομάζοντας συγκεκριμένα πρόσωπα και πρακτικές. Όταν ρωτήθηκε αν οι εκάστοτε υπουργοί είχαν γνώση, απάντησε ότι «το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ήταν σε γνώση του τι συνέβαινε στον ΟΠΕΚΕΠΕ». Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην περίοδο υπουργίας του Λευτέρη Αυγενάκη.
Πηγές του ΠΑΣΟΚ ανέφεραν ότι, σύμφωνα με την κατάθεσή της, «από τη στιγμή που ανέλαβε ο κ. Αυγενάκης, ο κ. Ξυλούρης (γνωστός ως “Φραπές”) άρχισε να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, υποδηλώνοντας πως είχε καθοριστικό ρόλο μέσα στον οργανισμό». Η ίδια, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αποκάλυψε ότι ο υπουργός Τσιάρας αρνήθηκε να εγκρίνει την απόσπασή της στην Εισαγγελία, προτείνοντάς της «να φύγει στο εξωτερικό», γεγονός που εγείρει ερωτήματα για πιθανές προσπάθειες συγκάλυψης.
Η μάρτυρας φέρεται επίσης να περιέγραψε την ύπαρξη μιας «κλειστής ομάδας πίεσης» εντός του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία, όπως είπε, χρησιμοποιούσε μεθόδους εκφοβισμού και ψυχολογικής βίας απέναντι σε υπαλλήλους που αντιδρούσαν σε αδιαφανείς διαδικασίες. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε απειλές που δέχθηκε ο υπάλληλος Γ. Καλλιούρης στην Κρήτη, ο οποίος πρώτος εντόπισε παρατυπίες στους ελέγχους. Επισήμανε ακόμη ότι διαδοχικές διοικήσεις προσπαθούσαν να τη δυσχεράνουν στην άσκηση των καθηκόντων της, κατονομάζοντας τον «Φραπέ» Γ. Ξυλούρη ως πρωταγωνιστή σε ενέργειες εκφοβισμού, που έφτασαν μέχρι το σημείο να τηλεφωνεί στο σπίτι της και να μιλά με τα παιδιά της.
Σύμφωνα με την κατάθεσή της, παρουσίασε στην επιτροπή συγκεκριμένα παραδείγματα ελέγχων, όπου παραγωγοί από την Κρήτη δήλωναν βοσκοτόπια σε νησιά της χώρας χωρίς να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας. Όπως περιέγραψε, επρόκειτο για ένα καλά οργανωμένο δίκτυο με πυρήνα πρόσωπα από προηγούμενες διοικήσεις — μεταξύ των οποίων οι κ.κ. Μελάς, Παπάς (νυν βουλευτής της ΝΔ), Μπαμπασίδης και Σαλάτας — που, όπως είπε, αλλοίωναν ελέγχους, παρενέβαιναν στις πληρωμές και μετέθεταν υπαλλήλους που αντιδρούσαν.
Αναφέρθηκε ακόμη ότι «κατά τη διοίκηση Μπαμπασίδη ασκήθηκαν πιέσεις για αποδέσμευση ΑΦΜ που αφορούσαν τον κτηνοτρόφο Ξυλούρη». Είπε επίσης ότι δέχθηκε απειλές, παρακολουθήσεις και συστηματικές προσπάθειες απομάκρυνσής της, τονίζοντας πως η στάση της διοίκησης απέναντί της έγινε ιδιαίτερα εχθρική όταν επιχείρησε να παραδώσει στοιχεία στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Όπως κατέθεσε, ο Μπαμπασίδης εξέφραζε έντονη ενόχληση για τον ορισμό της ως συνεργάτιδας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και, σε ένα περιστατικό, άνοιξε το ερμάριό της παρουσία δικαστικού επιμελητή, ο οποίος στη σχετική έκθεση κατέγραψε ότι το ερμάριο βρέθηκε ήδη παραβιασμένο. Με βάση όσα εντοπίστηκαν εκεί, κινήθηκαν εναντίον της πειθαρχικές διαδικασίες.
Σύμφωνα με πηγές της Νέας Αριστεράς, η υπεύθυνη των κοινοτικών ενισχύσεων στον ΟΠΕΚΕΠΕ περιέγραψε «καφκικού τύπου διώξεις, τόσο ποινικές όσο και διοικητικές, αλλά και μαφιόζικες απειλές» που δέχθηκε από διοικήσεις στενά συνδεδεμένες, όπως είπε, με τους κ.κ. Βορίδη, Αυγενάκη και Ξυλούρη. Τόνισε ακόμη πως «άλλαξαν τις διοικήσεις Βάρρα και Σημανδράκου γιατί προσπάθησαν να περιορίσουν το μέγεθος της απάτης».
Πρόσθεσε ότι «οι εγκύκλιοι τροποποιούνταν ώστε να εξυπηρετούνται οι επιτήδειοι», υποστηρίζοντας πως αν είχε παραμείνει σε ισχύ η «εγκύκλιος Βάρρα» δεν θα είχαν προκύψει οι παρατυπίες. Παράλληλα, απέδωσε ευθύνες στον βουλευτή της ΝΔ Θεοφάνη Παπά και στον Δημήτρη Μελά, ενώ αμφισβήτησε ευθέως την αξιοπιστία των καταθέσεων των Μπαμπασίδη και Σαλάτα.























































