«Η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα», τόνισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφερόμενος στη λειτουργία της Δημοκρατίας, κατά την ομιλία του στην επετειακή εκδήλωση για τα 15 χρόνια της εφημερίδας «Δημοκρατία».
Ο κ. Βενιζέλος εξήγησε ότι «Δημοκρατία σημαίνει ικανότητα για διάλογο εντός του συνταγματικού φάσματος, σημαίνει ανεκτικότητα, αμοιβαίος σεβασμός, αίσθηση προτεραιοτήτων εθνικών και θεσμικών» και υπογράμμισε πως «θεμελιώδες πρόβλημα της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας είναι ότι έχει διαρραγεί το κοινωνικό συμβόλαιο, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ιστορικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, επί 80 χρόνια».
Για την Ελλάδα σημείωσε ότι αντιμετωπίζει «τα δικά της ιδιαίτερα προβλήματα που εκκινούν από τον τρόπο με τον οποίο διακηρύχθηκε το τέλος της οικονομικής κρίσης και η επιστροφή στην περιβόητη κανονικότητα».
Τόνισε ότι «αυτή μπορεί να επιτευχθεί πραγματικά μόνον αν συναφθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα λειτουργεί ως οικονομικό και αξιακό υπόβαθρο μιας σοβαρής σύγχρονης Δημοκρατίας που σέβεται τόσο τους θεσμούς της όσο και τους πολίτες της. Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο μπορεί να συναφθεί μόνο αν προβλέπει την άρση των ασυμμετριών που κυριαρχούν», υπογραμμίζοντας ότι «η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί προς το μέλλον με βαθιές κοινωνικές ασυμμετρίες που καταγράφονται από την Eurostat σύμφωνα με την οποία το 67% των Ελλήνων απαντά ότι ζει σε συνθήκες υποκειμενικής φτώχειας».
Επισήμανε πως «η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί προς το μέλλον με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα που αντιμετωπίζει με αμηχανία την ανάγκη για εθνικές και θεσμικές συναινέσεις αλλά και την ανάγκη για συνεργασίες που μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες», τονίζοντας ότι η «μονοκομματική εκδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» έχει φτάσει στα όριά της, ιδίως όταν εξελίσσεται σε «μονοπρόσωπη εξουσία χωρίς θεσμούς αντιρρόπησης».
Υποστήριξε ότι «δεν νοείται να κυριαρχεί στις έρευνες της κοινής γνώμης η αίσθηση της διαφθοράς και η κραυγαλέα έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους τους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης και της Δικαιοσύνης», σημειώνοντας πως η πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών τιμά την ανεξαρτησία της, παρότι η κοινωνία προσλαμβάνει «μια ασύμμετρη εικόνα».
Αναφερόμενος στις υποκλοπές και στον ΟΠΕΚΕΠΕ, σημείωσε ότι «όλες οι εμβληματικές υποθέσεις εξελίσσονται με τρόπο που καλλιεργεί την πεποίθηση ότι κυριαρχεί η αδιαφάνεια και η συγκάλυψη». Αναφέρθηκε στη δίκη των υποκλοπών που διεξάγεται «με πολύ ελαφρές κατηγορίες», στη δίκη των κουκουλοφόρων μαρτύρων της Novartis «με έξι χρόνια καθυστέρηση», αλλά και στην εξέλιξη της Εξεταστικής Επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία «αποκαλύπτει το μέγεθος του σκανδάλου χωρίς η κοινή γνώμη να γνωρίζει πώς και πότε θα αποδοθούν ευθύνες».
Εξέφρασε επίσης ανησυχία για την «στέρηση του πρωτογενούς τομέα» που οδηγεί αγρότες και κτηνοτρόφους σε απόγνωση, υπενθυμίζοντας ότι «τον Μάρτιο αναμένεται η έναρξη της δίκης για τα Τέμπη».
Ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι «Δημοκρατία σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από δημοκρατική διακυβέρνηση», αποτελώντας «ολόκληρο πολιτικό και θεσμικό πολιτισμό» και «ένα σύστημα διακυβέρνησης» που δοκιμάζεται όταν η χώρα καθίσταται «ουσιαστικά μη διακυβερνησίμη».
Επεσήμανε ότι η Δημοκρατία χρειάζεται «υπερβάσεις, ρήξεις και συναινέσεις», με πρώτη προϋπόθεση «την αναστήλωση των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεσμών».
Στάθηκε ιδιαίτερα στη φιλελεύθερη Δημοκρατία, υπενθυμίζοντας ότι μόλις «900 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν υπό συνθήκες δημοκρατίας» και ότι η Δύση αντιμετωπίζει κρίση «ιστορική, αξιακή, θεσμική και γεωπολιτική». Μίλησε για «δημοκρατική κόπωση», δηλαδή για μια Δημοκρατία «φοβική» που διστάζει να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Ανέλυσε τα «γενετικά προβλήματα» της Δημοκρατίας: τη σχέση της με τον χρόνο, την ανάγκη πλειοψηφίας που πολλές φορές οδηγεί σε απλουστευτικό λόγο και τη θεσμική υποχρέωση ανοχής ακόμα και σε «εχθρούς της». Τόνισε και τις νέες προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, οι οποίες δίνουν «ψευδαίσθηση άμεσης συμμετοχής» και υπονομεύουν τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.
Στη συνέχεια, επισήμανε την κρίσιμη σχέση Δημοκρατίας και κυριαρχίας, δηλώνοντας ότι «η δημοκρατική διακυβέρνηση χάνει νόημα όταν το κράτος γίνεται αναποτελεσματικό», ενώ η κλιματική κρίση επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις αντοχές του συστήματος. Κατήγγειλε μια «δημοκρατική παθητικότητα» που τροφοδοτείται από αντιθεσμική τοξικότητα και «τεχνητά συγκρουσιακό λόγο».
Επανέλαβε ότι «θεμελιώδες πρόβλημα της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας είναι η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου», εξηγώντας πως οι κοινωνικές ανισότητες, οι πιέσεις στα εισοδήματα και η αμφισβήτηση των θεσμών έχουν μετατρέψει την κρίση σε «κρίση αξιακή και ταυτοτική».
Στο τέλος της ομιλίας του, αναφέρθηκε στη σχέση του με τον Κώστα Καραμανλή, μιλώντας για «αμοιβαία ειλικρινή εκτίμηση» και κοινή διαδρομή στη Θεσσαλονίκη και τη μεταπολίτευση. Θύμισε τη συμμετοχή του «στην τελευταία κυβέρνηση του 1993–1995 και στις κυβερνήσεις Σημίτη», καθώς και τον ρόλο του στην κυβέρνηση Σαμαρά–Βενιζέλου, κάνοντας λόγο για περίοδο κατά την οποία «η έξοδος από την κρίση είχε αρχίσει να φαίνεται».
Τέλος, ευχήθηκε μακροημέρευση στη «Δημοκρατία», τονίζοντας ότι οι πολιτικοί οφείλουν να αντέχουν τη «σκληρή, ακόμη και άδικη, κριτική» στο πλαίσιο της ελευθερίας του Τύπου, ο οποίος λειτουργεί ως «θεμελιώδες αντίβαρο για τη Δημοκρατία».






















































