Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, κατά την επίσκεψή του στο φράγμα του Αναβάλου, από όπου ξεκίνησε την περιοδεία του στην Αργολίδα, αναφέρθηκε στο θέμα που αφορά το φράγμα του Αναβάλου λέγοντας: «Η λειψυδρία και η κλιματική κρίση πλήττουν τη χώρα από άκρη σε άκρη. Για αυτό, η διαχείριση των υδάτινων πόρων είναι ζήτημα εξαιρετικής σημασίας»
Ο κ. Ανδρουλάκης υπογράμμισε ότι για το συγκεκριμένο αρδευτικό έργο, την περίοδο 2010-2014, εγκρίθηκαν και υλοποιήθηκαν μελέτες με συνολικό προϋπολογισμό άνω των 90 εκατομμυρίων ευρώ, ωστόσο τα έργα παραμένουν ημιτελή.
«Και σε αυτή την περίπτωση, είμαστε αντιμέτωποι με έναν ακόμα κακό κυβερνητικό σχεδιασμό. Έχουμε χρέος σε αυτή τη νέα εποχή, όπου η διαχείριση υδάτων και η ενέργεια είναι εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα για την ανθεκτικότητα της εγχώριας παραγωγής, αλλά και για την καθημερινή ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων πολιτών, να διαθέτουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ώστε η χώρα μας να είναι και ανταγωνιστική και ανθεκτική απέναντι στην κλιματική κρίση και τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις», κατέληξε.
Όταν ρωτήθηκε για το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο κ. Ανδρουλάκης δήλωσε:
«Ζούμε μία περίοδο όπου στον βωμό της συγκάλυψης, υπάρχει συστηματική υποβάθμιση της διάκρισης των εξουσιών και του κράτους δικαίου. Γιατί πολύ απλά ο κ. Μητσοτάκης φοβάται. Φοβάται την αλήθεια, φοβάται το φως και θέλει να επιβάλει το σκοτάδι. Γι’ αυτό θα συνεχίσω τον αγώνα μου. Δεν είναι προσωπικό ζήτημα. Είναι ζήτημα δημοκρατίας.
Πριν από λίγες ημέρες, συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια Μεταπολίτευσης. Έχουμε χρέος να σεβαστούμε τους αγώνες χιλιάδων ανθρώπων για δημοκρατία και προς τις επόμενες γενιές, η χώρα μας να είναι μία κανονική ευρωπαϊκή χώρα, που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και κανείς, όσο ισχυρός και αν είναι, να μην μπορεί να στήσει ένα παρακράτος, αλλά όλοι είναι όλοι ίσοι απέναντι στη δικαιοσύνη.
Για αυτό, λοιπόν, συνεχίζω τον αγώνα μου και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για να εφαρμόσει η ΕΥΠ την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, αλλά και για την απόφαση του Αρείου Πάγου».