Ανατροπή έφερε στην υπόθεση της 23χρονης στην Μύκονο το οπτικοακουστικό υλικό που εξέτασαν οι αρχές.Το βίντεο που δείχνει τη συμπεριφορά της 23χρονης, η οποία κατήγγειλε ψευδώς ότι βιάστηκε στη Μύκονο, φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση των ανακριτικών αρχών να αφήσουν ελεύθερους τους τρεις Πακιστανούς που είχαν συλληφθεί.
Σύμφωνα με πηγές από τη Δικαιοσύνη, οι τρεις Πακιστανοί αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους, καθώς από την ανάλυση των βίντεο που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, προέκυψε ότι η σεξουαλική συνεύρεση που κατήγγειλε η 23χρονη έγινε με τη συναίνεσή της και συνεπώς υπήρξε ψευδής καταγγελία βιασμού. Αυτή η εξέλιξη ανατρέπει την αρχική εικόνα που είχαν δώσει αστυνομικές πηγές, οι οποίες ανέφεραν ότι το βιντεοληπτικό υλικό έδειχνε την 23χρονη να είναι αναίσθητη κατά τη διάρκεια των σεξουαλικών πράξεων.
Η 23χρονη κατήγγειλε ότι τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης Ιουνίου έπεσε θύμα βιασμού στη Μύκονο από τρεις άνδρες, οι οποίοι ήταν άγνωστοι μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου 24 Αυγούστου. Οι δράστες εντοπίστηκαν, αναγνωρίστηκαν και προσήχθησαν στο Τμήμα Ασφαλείας Μυκόνου, όπου ομολόγησαν ότι είχαν σεξουαλική επαφή με την τουρίστρια.
Οι αστυνομικές αρχές κατέσχεσαν δύο κινητά τηλέφωνα από τους κατηγορούμενους και συνέλεξαν βιολογικό υλικό, το οποίο εστάλη στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ για ανάλυση και ταυτοποίηση. Στη συνέχεια, σχηματίστηκε δικογραφία και οι τρεις οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Σύρου, όπου αποφασίστηκε να αφεθούν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους.
Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην ανάλυση των βίντεο που τραβήχτηκαν από τους ίδιους τους Πακιστανούς κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής συνεύρεσης με την τουρίστρια. Σύμφωνα με τις εισαγγελικές πηγές, τα βίντεο δείχνουν ότι όλες οι σεξουαλικές πράξεις έγιναν με τη συναίνεση της 23χρονης, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν βιασμό. Επιπλέον, σημειώνεται ότι η τουρίστρια δεν βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ κατά τη διάρκεια του φερόμενου βιασμού.
Το απόγευμα της Τρίτης, οι εκπρόσωποι Τύπου του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, στην οποία επικρίνουν τα δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού Τύπου που σχολίασαν αρνητικά την απόφαση να αφεθούν ελεύθεροι οι κατηγορούμενοι Πακιστανοί χωρίς περιοριστικούς όρους.
Η ανακοίνωση, την οποία υπογράφουν ο αρεοπαγίτης Παναγιώτης Λυμπερόπουλος και ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, διευκρινίζει ότι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι διότι τα βίντεο που περιλαμβάνονται στη δικογραφία δείχνουν ότι η σεξουαλική συνεύρεση ήταν με τη συναίνεση της τουρίστριας.
Η ανακοίνωση:
«Με αφορμή δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου αναφορικά με καταγγελία για την τέλεση του κακουργήματος του βιασμού σε τουριστικό θέρετρο, επισημαίνουμε τα ακόλουθα: Η μυστικότητα της προανάκρισης είναι βασική αρχή της δίκαιης δίκης. Η συχνότατη δυστυχώς και οπωσδήποτε παράνομη τακτική της επιλεκτικής διαρροής πληροφοριών για το περιεχόμενο ποινικών δικογραφιών, που βρίσκονται μάλιστα στο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, όπως η προκείμενη υπόθεση και η προβολή ως δεδομένων πραγματικών περιστατικών τα οποία όμως δεν αποτελούν περιεχόμενο της δικογραφίας, έχει ως συνέπεια την παραπληροφόρηση και την δημιουργία εντυπώσεων στην κοινή γνώμη.
Αυτή η τακτική έχει προφανή στόχο την δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας στους πολίτες, την προσβολή της αποτελεσματικότητας της ελληνικής δικαιοσύνης και συνακόλουθα τη δυσφήμιση της Χώρας.
Θα συμβουλεύαμε τους αυτόκλητους «δικαστές» και «εισαγγελείς», που αρέσκονται με οποιαδήποτε ιδιότητα στην έκθεση γεγονότων, πράξεων, ή παραλείψεων ιδίως σε υποθέσεις ποινικού ενδιαφέροντος, χωρίς να γνωρίζουν τα στοιχεία μιας δικογραφίας, μη έχοντες άλλωστε προς τούτο δικαίωμα σύμφωνα με το νομικό μας πολιτισμό, να προσφέρουν μια βασική υπηρεσία στο κοινωνικό σύνολο: Να αποδεχθούν τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου και ιδίως να αναγνωρίσουν ότι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν, κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους, είναι οι δικαστές και οι εισαγγελείς της Χώρας.
Αυτοί που ελεγχόμενοι καθημερινά από τα αρμόδια θεσμικά τους όργανα, υπερασπίζονται τα δικαιώματα και καταλογίζουν τις υποχρεώσεις των πολιτών κατά την εξέταση κάθε υπόθεσης ενώπιον τους. Αν αυτό είναι εκτός των προθέσεων τους, ας αναλογιστούν το κόστος της τρώσης της αξιοπιστίας τους, όταν, δυστυχώς για αυτούς, πολύ συχνά διαψεύδονται».