Η εγκληματική οργάνωση που διακινούσε λαθραία ποτά λειτουργούσε με πολύ προσεκτικό τρόπο. Μέσω της ίδρυσης δύο επιχειρήσεων, υπό τον συντονισμό νομίμου εκπροσώπου εταιρείας με έδρα στο εξωτερικό, δηλώνονταν ως εξαγωγείς αλκοολούχων ποτών. Τα εμπορεύματα μεταφερόνταν σε φορολογικές αποθήκες όπου κατόπιν αποδέσμευσής τους από το τελωνείο εξαγωγής, το φορτηγό διερχόταν με κενό φορτίο από το τελωνείο εξόδου χωρίς έλεγχο. Έτσι, εικονικά ολοκληρωνόταν η διαδικασία εξαγωγής των εμπορευμάτων σε τρίτη χώρα.
Στη συνέχεια, παραλαμβάνονταν από μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και μεταφέρονταν σε ελεγχόμενες αποθήκες. Στη συνέχεια, τα ποτά διατίθεντο για κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας χωρίς την καταβολή των τελωνειακών επιβαρύνσεων. Με τη συμμετοχή τους σε 12 περιπτώσεις εικονικής εξαγωγής αλκοολούχων ποτών, η οργάνωση κατάφερε να διακινήσει συνολικά 452.796 φιάλες αλκοολούχων ποτών κατά τη διάρκεια της λαθρεμπορίας.
Η αστυνομία είχε αξιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία για τη δράση της οργάνωσης, η οποία είχε σχεδιαστεί από τρία άτομα και είχε την υποστήριξη πέντε ακόμη ατόμων. Η δράση τους είχε επεκταθεί σε πολλές περιοχές της χώρας, με την εξαγωγή των ποτών να γίνεται με παραπλανητικό τρόπο για να αποφευχθούν οι τελωνειακές επιβαρύνσεις.
Στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην Αττική, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν χιλιάδες ποτά καθώς και μεγάλο ποσό χρυσών λιρών. Η εγκληματική οργάνωση είχε καταφέρει να λειτουργεί για αρκετό διάστημα πριν αποκαλυφθεί η δράση της και εξαρθρωθεί από τις αρχές.