Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, η Κίνα κράτησε σκληρή στάση απέναντι στις εμπορικές πιέσεις των ΗΠΑ. Πλέον, ενόψει της δεύτερης προεδρίας Τραμπ και με δεδομένη την επιβράδυνση της οικονομίας της, το Πεκίνο εξετάζει εναλλακτικές τακτικές προκειμένου να αποφύγει μια ανοιχτή σύγκρουση.
Όπως αναφέρει αποκλειστικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal, που επικαλείται κυβερνητικούς συμβούλους του Πεκίνου, οι κινεζικές αρχές εξετάζουν την πιθανότητα να επιβάλουν περιορισμούς σε συγκεκριμένες κατηγορίες εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την επιλογή είναι να δοθεί ένα διαπραγματευτικό κίνητρο ώστε να πειστεί ο Τραμπ να μειώσει τους επιπλέον δασμούς που έχει επιβάλει.
Το προηγούμενο της Ιαπωνίας
Η Κίνα φαίνεται να μελετά ένα μοντέλο αντίστοιχο με εκείνο που είχε υιοθετήσει η Ιαπωνία τη δεκαετία του ’80. Τότε, το Τόκιο είχε εφαρμόσει τους λεγόμενους «εθελοντικούς περιορισμούς εξαγωγών» (VERs) στους τομείς όπου η αμερικανική πίεση ήταν εντονότερη, κυρίως στον κλάδο των αυτοκινήτων. Η στρατηγική αυτή βοήθησε στην αποφυγή επιβολής πιο αυστηρών δασμών από την πλευρά των ΗΠΑ.
Μια ανάλογη πρωτοβουλία από το Πεκίνο, ιδίως στους τομείς της ηλεκτροκίνησης και των μπαταριών, θα μπορούσε να περιορίσει τις αντιδράσεις όχι μόνο της Ουάσιγκτον αλλά και άλλων διεθνών εταίρων που επικρίνουν την Κίνα για την υπερπαραγωγή προϊόντων με κρατικές επιδοτήσεις και χαμηλά περιθώρια κέρδους, τα οποία κατακλύζουν τις παγκόσμιες αγορές.
Οικονομικές πιέσεις και δασμοί
Ο Τραμπ έχει ήδη προσθέσει νέους δασμούς ύψους 20% σε κινεζικά προϊόντα, επιπλέον εκείνων που είχαν επιβληθεί κατά την πρώτη του θητεία και διατηρήθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Παρότι ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει επίσημες συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, εξέφρασε πρόσφατα ανησυχίες για τις κινεζικές πρακτικές που –όπως ανέφερε– «στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό», σε τηλεδιάσκεψη με τον Κινέζο αντιπρόεδρο Χε Λιφένγκ, ο οποίος αναμένεται να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Τραμπ.
Σύμφωνα με πρόσωπα που συμμετέχουν στον σχεδιασμό της κινεζικής στρατηγικής, η προοπτική νέων οικονομικών πιέσεων οδηγεί το Πεκίνο να επανεξετάσει τη στάση του και να αναζητήσει διαύλους συνεννόησης μέσω στοχευμένων παραχωρήσεων.
Το ιαπωνικό προηγούμενο σε αριθμούς
Η πρώτη συμφωνία περιορισμού των ιαπωνικών εξαγωγών αυτοκινήτων προς τις ΗΠΑ υπεγράφη το 1981 και οδήγησε σε μείωση των αποστολών κατά περίπου 8% το επόμενο έτος. Ο καθηγητής οικονομικών Νταγκ Έρβιν, από το Dartmouth College, επισημαίνει ότι οι περιορισμοί ήταν αρκετά αυστηροί στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όμως, οι περισσότερες ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες είχαν ήδη μεταφέρει την παραγωγή τους εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, καθιστώντας τους περιορισμούς λιγότερο απαραίτητους.
Ένας από τους λόγους που το Τόκιο αποδέχθηκε αυτούς τους περιορισμούς ήταν το γεγονός ότι οι ιαπωνικές εταιρείες είχαν τη δυνατότητα να αυξήσουν τις τιμές των αυτοκινήτων που εξήγαν, βελτιώνοντας έτσι το περιθώριο κέρδους. Η μέση τιμή ενός οχήματος αυξήθηκε περίπου κατά 1.000 δολάρια – ποσό που σήμερα αντιστοιχεί σε περίπου 3.500 δολάρια. Παράλληλα, οι εξαγωγές επικεντρώθηκαν σε μεγαλύτερα και πιο ποιοτικά μοντέλα.
Τα ενδεχόμενα σενάρια από την Κίνα
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Κινέζοι αξιωματούχοι φέρονται να μελετούν την πιθανότητα να προσφέρουν περιορισμούς στις εξαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων και εξαρτημάτων, με αντάλλαγμα την παροχή επενδυτικών δυνατοτήτων στις ΗΠΑ. Κατά την άποψη ορισμένων στελεχών του Πεκίνου, μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να αποδειχθεί δελεαστική για τον Τραμπ, ο οποίος κατά καιρούς έχει δείξει διάθεση να δεχθεί κινεζικές επενδύσεις εντός της αμερικανικής αγοράς, παρά τις αντιδράσεις μελών του επιτελείου του.
Ωστόσο, το ενδεχόμενο περιορισμών δεν σημαίνει ότι η Κίνα προτίθεται να αναθεωρήσει τη βασική οικονομική της στρατηγική, που παραμένει προσανατολισμένη στην ενίσχυση της μεταποίησης. Αντίθετα, πρόκειται περισσότερο για ένα εργαλείο διαπραγμάτευσης, το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει προκειμένου να περιορίσει τις εμπορικές επιθέσεις και να διεκδικήσει καλύτερη θέση στην παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής.