Στον ανακριτή Αλεξανδρούπολης οδηγείται σήμερα ο 59χρονος ομογενής από τη Γεωργία, ο οποίος συνελήφθη να καταγράφει στρατιωτικές εγκαταστάσεις και κινήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού. Ο άνδρας φέρεται να διοχέτευε το υλικό αυτό, μέσω εφαρμογής με κρυπτογράφηση, στον στρατολόγο του –επίσης γεωργιανής καταγωγής– ο οποίος, σύμφωνα με τις Αρχές, ενεργούσε για λογαριασμό των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Ο στρατολόγος του 59χρονου εντοπίστηκε και συνελήφθη στη Λιθουανία, όπου και ανακρίνεται από τις τοπικές αρχές.
Ο 59χρονος, που εμφανίζεται ως ελαιοχρωματιστής, φαίνεται να ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες που του είχαν δοθεί. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ο στρατολόγος του είχε ήδη στρατολογηθεί από τη ρωσική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, γνωστή ως GRU.
Οι οδηγίες περιελάμβαναν συγκεκριμένες τακτικές για να μην κινεί υποψίες κατά τις καταγραφές του στις στρατιωτικές και νατοϊκές βάσεις στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Μεταξύ άλλων, του είχε συστηθεί να φορά αθλητικά ρούχα και να κρατά μπαστούνι πεζοπορίας, ώστε να εμφανίζεται ως περιπατητής, εκμεταλλευόμενος την ηλικία του. Έτσι, τραβούσε φωτογραφίες και βίντεο από ψηλά, εστιάζοντας σε φορτώσεις και εκφορτώσεις οπλισμού και στρατιωτικών οχημάτων, τα οποία στη συνέχεια απέστελλε στον σύνδεσμο του στη Λιθουανία.
Όπως εξηγούν πηγές της ΕΥΠ, η επίγεια παρακολούθηση είναι απαραίτητη ακόμα και όταν υπάρχει δορυφορική εποπτεία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επιχειρήσεις που καθοδηγούνται από στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες. Η συγκεκριμένη τακτική έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλα περιστατικά, όπως σε δολιοφθορές στη Βουλγαρία και στην Πολωνία.
Επιπλέον, λόγω της χρήσης των στρατιωτικών βάσεων από τις ΗΠΑ, εφαρμόζονται στρατηγικές αποφυγής δορυφορικής καταγραφής – όπως εκφόρτωση σε νυχτερινές ώρες – γεγονός που ενισχύει τη σημασία παρατηρήσεων από το έδαφος.
Η επιλογή ενός φαινομενικά αθώου και «αόρατου» προσώπου, όπως ένας απλός επαγγελματίας, αποτελεί κλασική μέθοδο απόκρυψης. Παρόμοια περίπτωση ήταν εκείνη της Ρωσίδας πράκτορα που είχε αποκαλυφθεί στο Παγκράτι πριν δύο χρόνια.
Ο 59χρονος, που όπως προέκυψε είχε δημόσια εκφράσει θετική στάση απέναντι στη Ρωσία, παραδέχτηκε πως στην αρχή του προσφέρθηκε χρηματική αμοιβή για τις υπηρεσίες του, αλλά τελικά δέχθηκε να βοηθήσει οικειοθελώς, επικαλούμενος το παρελθόν του στον ρωσικό στρατό στη Σιβηρία.
Στην κατοχή του βρέθηκε περιορισμένο υλικό, καθώς είχε τη συνήθεια να διαγράφει συχνά ό,τι κατέγραφε. Ωστόσο, μέσω τεχνικής ανάκτησης δεδομένων, οι Αρχές κατάφεραν να εντοπίσουν βιντεοληπτικό υλικό και φωτογραφίες που φτάνουν μέχρι και το περασμένο φθινόπωρο, δείχνοντας ότι η δραστηριότητα είχε ξεκινήσει τουλάχιστον έξι μήνες πριν τη σύλληψη.
Η σύλληψη του στρατολόγου του στη Λιθουανία έγινε σε συνεργασία με τις εκεί μυστικές υπηρεσίες, με την έρευνα να συνεχίζεται από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές και συμμαχικές Αρχές.
Η υπόθεση χαρακτηρίζεται ως μία από τις σοβαρότερες απόπειρες κατασκοπείας με ρωσικό υπόβαθρο στη χώρα μας από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, λόγω του φόβου δολιοφθοράς και του χαρακτήρα των στόχων που τέθηκαν υπό παρακολούθηση.